Διάφορα
– Η σαύρα, η μαϊμού και το τσιγαριλίκι...
Όπως περπάταγε η σαύρα βλέπει τη μαϊμού πάνω στο δέντρο, ανεβαίνει, και τη βλέπει να στρίβει ένα τσιγάρο.
– Βρε, τι κάνεις εδώ; της λέει.
– Σσσσστ! Έλα εδώ και μη φωνάζεις, λέει η μαϊμού.
– Αυτό είναι παράνομο, λέει η σαύρα!
– Κάτσε, λέει η μαϊμού και θα δεις.
Το ανάβει πίνει η μαϊμού και το δίνει στη σαύρα. Πίνει, πίνει πίνει, σε κάποια φάση έχει λιώσει η σαύρα, γυρνάει η μαϊμού και της λέει:
– Ρε μαλάκα πως είσαι έτσι; Πήγαινε εδώ παρακάτω στη λίμνη να βραχείς, να πιείς και λίγο νερό να ξενερώσεις.
Κατεβαίνει η σαύρα πάει στη λίμνη και βρίσκει τον κορκόδειλο. Τη βλέπει ο κορκόδειλος και της λέει:
– Καλά ρε σαύρα πως είσαι έτσι;
– Άσε του λέει η σαύρα, βρήκα τη μαϊμού πάνω σ` ένα δέντρο και ανέβηκα και μου έβαλε ένα τσιγάρο και έγινα χάλια... και κατέβηκα να πιω λίγο νερό.
– Σε ποιο δέντρο, λέει ο κορκόδειλος;
– Να σ` αυτό.
Πάει λοιπόν ο κορκόδειλος, ανεβαίνει πάνω, τον βλέπει η σαύρα και του λέει:
– Ρε μαλάκα σαύρα πόσο νερό ήπιες;
– Ο πίθηκος...
Είναι τώρα σε ένα μπαρ στην άγρια δύση, οι γνωστοί θαμώνες και συζητάνε, οπότε σε κάποια φάση μπαίνει μέσα ένας πίθηκος και πάει στον μπάρμαν και του λέει:
– Πιάσε μια μπίρα.
Τα παίζει ο μπάρμαν, που δεν είχε ξαναδεί πίθηκο να μιλάει, αλλά τι να κάνει, συμφωνεί:
– Έφτασεεεεεε...
– Ευχαριστώ, λέει ο πίθηκος και την πίνει.
Ύστερα ρωτάει το μπάρμαν:
– Τι σου χρωστάω ρε μπάρμαν;
– 20 ευρώ.
– 20 ευρώ; Λίγο ακριβώς δεν είσαι ρε φίλε, λέει ο πίθηκος. Τέλος πάντων ας σε πληρώσουμε...
Και βγάζει 20 ευρώ και του δίνει. Ο μπάρμαν, όλος περιέργεια για τον πίθηκο ακόμα, του λέει:
– Ξέρεις, δεν έρχονται συχνά πίθηκοι στο μπαρ...
– Ε, τι περίμενες ρε μαλάκα με τέτοιες τιμές που έχεις;
– Ο τυχεράκιας...
Πάει ένας τύπος μετά από πολύ καιρό στο γιατρό του να ρωτήσει για τα αποτελέσματα από κάτι εξετάσεις που είχε κάνει.
– Τι γίνετε γιατρέ; Όλα καλά, έτσι;
– Δυστυχώς έχω για `σένα δυσάρεστα νέα και πολύ δυσάρεστα νέα, λέει ο γιατρός. Ποια θες να ακούσεις πρώτα;
– Τί μου λες γιατρέ μου τώρα; Με κάνεις και ανησυχώ. Πές μου τα δυσάρεστα πρώτα. Τι τρέχει;
– Κοίτα! Οι εξετάσεις δείχνουν ότι έχεις 24 ώρες ζωής.
– Τι λές ρε γιατρέ τώρα; Και τα πολύ δυσάρεστα ποια είναι δηλαδή;
– Σε ψάχνω από χθές...
– Τα άχυρα...
Πρωί πρωί ο Σήφης έκανε εξωτερικά μερεμέτια στο σπίτι του, ανεβασμένος σε μια σκάλα. Περνώντας ο Μανούσος για την στάνη, τον βλέπει και του λέει για να τον πειράξει:
– Μωρέ Σήφη, εμένα δε με κόφτει μωρέ, που θα πέσεις απ` τη σκάλα και θα σκοτωθείς. Μα θα σπάσει μωρέ η κεφαλή σου και θα γεμίσει ο τόπος άχυρα.
Και ο ετοιμόλογος Σήφης από τη σκάλα:
– Και `συ μωρέ Μανούσο, πρωί πρωί το φαΐ σκέφτεσαι.
– Μέτρηση εξυπνάδας...
Ένας επιχειρηματίας, αποφασίζει μια μέρα να διαπιστώσει πόσο έξυπνο είναι το στελεχιακό προσωπικό της επιχείρησης του. Έτσι καλεί με τη σειρά πρώτα το μηχανικό του.
Επιχ/τίας: – Δε μου λές, πόσο κάνει 1 και 1;
Μηχανικός: – Τι ερώτηση είναι αυτή αφεντικό; Κάνει 2.
Φωνάζει το δικηγόρο του.
Επιχ/τίας: Δε μου λές, πόσο κάνει 1 και 1;
Δικηγόρος: 1 και 1 κάνει 2, εάν ο νόμος δεν ορίζει κάτι διαφορετικό.
Τέλος, φωνάζει και το λογιστή του.
Επιχ/τίας: Δε μου λές, πόσο κάνει 1 και 1;
Λογιστής: Όσο θα θέλατε εσείς αφεντικό.
– Το πένθος...
Μπαίνει κάποιος σε ένα μπαρ και βλέπει έναν παλιό του φίλο να κάθεται ολομόναχος και να τα πίνει. Τον πλησιάζει λοιπόν:
– Τι έχεις, βρε Μανώλη; Φαίνεσαι χάλια!
– Τι να `χω; Τον περασμένο Μάρτιο πέθανε η μάνα μου και μου άφησε 3.000 ευρώ
– Συλλυπητήρια, βρε παιδί μου...
– Αργότερα, τον Απρίλιο πέθανε ο πατέρας μου και μου άφησε 6.000 ευρώ.
– Τρομερό! Να χάσεις και τους δυο γονείς σου σε δυο μήνες! Πως να μην είσαι χάλια...
– Ύστερα, τον περασμένο μήνα πέθανε και η θεία μου και μου άφησε 10.000 ευρώ
– Να χάσεις τρία μέλη της οικογένειάς σου σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα! Είναι φοβερό!
– Και αυτό το μήνα... τίποτα.
– Οι τεμπέληδες...
Δυο τεμπέληδες κοιμούνται όταν κάποιος κλέφτης μπαίνει στο δωμάτιο τους και τραβάει σιγά σιγά το πάπλωμα και τους το παίρνει. Ο ένας το παίρνει είδηση και λέει στον άλλον:
– Σήκω και πιάσε αυτόν που μας πήρε το πάπλωμα.
Κι ο άλλος:
– Άφησε τον, όταν ξανάρθει να πάρει το μαξιλάρι, θα τον πιάσουμε.
– Στο ίδιο βαγόνι...
Στο ίδιο κουπέ ενός τρένου βρίσκονταν ένας Έλληνας και ένας Γερμανός. Απέναντι τους κάθονταν μια γριά 80 χρόνων και μια γκομενάρα 20. Την λιγουρεύονταν ο Έλληνας με τον Γερμανό αλλά δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα γιατί ήταν η γριά μπροστά. Κάποια στιγμή το τρένο περνάει μέσα από ένα σκοτεινό τούνελ και ξαφνικά «σπλάτςςς». Ακούγεται μια σφαλιάρα που έπεσε. Σκέφτεται ο Έλληνας:
– Άτιμος ο Γερμανός πήγε να βάλει χέρι στην κοπέλα και αυτή τον χαστούκισε.
Σκέφτεται ο Γερμανός:
– Εγώ την σφαλιάρα κατά λάθος.
Σκέφτεται η κοπέλα:
– Αυτοί οι δυο μαλάκες πήγαν να μου βάλουν χέρι αλλά κατά λάθος το έβαλαν στη γριά.
Σκέφτεται η γριά:
– Κουφάλα Γερμανέ απ`την Κατοχή στη χρωστούσα.
– Το πάρκινγκ...
Είναι ένας τυπάς και ψάχνει να παρκάρει στο Παγκράτι εδώ και 3 τέταρτα. Ξενερωμένος εντελώς πιά κι αφού έχει ρίξει διαφορά μπινελίκια από τα νεύρα του, αρχίζει:
Θεέ μου... Σε παρακαλώ... Βοήθησε με να βρω παρκινγκ. Δεν αντέχω άλλο. Κι εγώ, παρ`όλο που ήμουν τόσα χρόνια άπιστος, θα κάνω τα πάντα για σένα. Θα αλλάξω, θα κάνω την προσευχή μου κάθε μέρα. Σε παρακαλώ κάνε μόλις στρίψω στην γωνιά να έχει μια θεσούλα. Σε παρακαλώ... μόλις στρίβει λοιπόν στην γωνιά, νά σου μια θέση ελεύθερη. Κοιτάζει ο τύπος τον ουρανό και λέει :
Άστο Θεέ... Βρήκα.
– Ο κρητικός στο αεροδρόμιο...
Ένας κρητικός πηγαίνει στο αεροδρόμιο, περνά από τον ανιχνευτή μετάλλων και ακούγεται «Ντιννν».
Υπάλληλος στον κρητικό: Αφαιρέστε όλα τα μεταλλικά αντικείμενά σας.
Βγάζει ο κρητικός κέρματα, ζώνες κλπ, περνά ξανά από το μηχάνημα και ακούγεται ξανά «Ντιννν».
Υπάλληλος: Τα βγάλατε όλα;
Εκτός από το κομπιουτεράτσι, λέει ο κρητικός και βγάζει μια πιστόλα κρητική.
Υπάλληλος: Μα, αυτό δεν είναι κομπιουτεράτσι αλλά όπλο!
Κρητικός: Ναι, αλλά εμείς στην Κρήτη με αυτό λύνουμε τους λογαριασμούς μας...
– Το γράμμα στον Άϊ Βασίλη...
Ένα φτωχό παιδάκι στέλνει γράμμα στον Άϊ Βασίλη. Στα ΕΛΤΑ όμως ανοίγουν το γράμμα και διαβάζουν:
– Είματε πολύ φτωχοί. Δεν έχουμε να φάμε και τα ρούχα μας είναι παλιά. Σε παρακαλώ στείλε μας 3.000 ευρώ να περάσουμε καλά Χριστούγεννα.
Συγκινημένοι οι υπάλληλοι κάνουν έρανο, μαζεύουν 1.500 ευρώ. και τα στέλνουν στη διεύθυνση του φτωχού παιδιού.
Την επόμενη χρονιά ξανά το παιδί γράφει γράμμα, το ανοίγουν ξανά και διαβάζουν:
– Άϊ Βασίλη για τα χρήματα που έστειλες πέρυσι. Αν μου στείλεις και φέτος, σε παρακαλώ να μου τα στείλεις σε τραπεζική επιταγή γιατί οι κλέφτες στα ΕΛΤΑ μου έφαγαν 1.500 ευρώ.
– Όμορφαααααα...
Ο Γιωρίκας ταξιδεύει από Αθήνα για Λονδίνο. Στο αεροδρόμιο του Ελληνικού κάποιος απρόσεκτος πέφτει πάνω του. Με ψαρωτικό ύφος ο Γιωργίκας του λέει: Όμορφααα..Όμορφααα..!
Μετά από 4 ώρες η ίδια σκηνή επαναλαμβάνεται στο Λονδίνο όταν ένας Άγγλος πέφτει πάνω του. Ο Γιωργίκας με ψαρωτικό πάντα ύφος: Beautifull...Beautifull...!
– Ο Λαρισαίος...
Ένας Λαρισαίος πήγε στην Αθήνα να ζητήσει ρουσφέτι από τον πρωθυπουργό. Στο γραφείο του πρωθυπουργού τον ρωτάει η γραμματέας:
– Τι επιθυμείτε κύριε;
– Να δώ τον πρωθυπουργό, πιδάκι μ`.
– Δεν μπορεί. Αυτήν την στιγμή συσκέπτεται.
– Τι μη λές μαρή! Αφού δε με ξέρει, πώς μι σκέπτεται;
– Οι αναρχικοί...
Δύο φιλαράκια αναρχικοί παίζουν σκάκι κάπου στα Εξάρχεια...
Μετά από λίγο ο ένας φτάνει στην νίκη και κλασσικά λέει :
– Ματ!
Πετάγεται αμέσως όρθιος ο άλλος και λέει :
– Ντου ρε!
– Το πιο γρήγορο πράγμα στο κόσμο...
Είναι τρία άτομα και συζητάνε για το πιο είναι το γρηγορότερο πράγμα στο κόσμο. Λέει ο πρώτος:
– Το πιό γρήγορο πράγμα στο κόσμο είναι το φως, πατάς τον διακόπτη και αμέσως ανάβει η λάμπα.
Λέει ο δεύτερος:
– Τι λές ρε; Το πιό γρήγορο πράγμα στο κόσμο είναι η σκέψη, γιατί θέλεις κάτι και αμέσως σου έρχεται στο μυαλό!
Λέει και ο τρίτος:
– Τι λέτε ρε μαλάκες; Το πιό γρήγορο πράγμα στον κόσμο είναι το κόψιμο... γιατί όταν με πιάνει κόψιμο ούτε το φως προλαβαίνω να ανάψω ούτε να το σκεφτώ.
– Βαρυκοία...
– Γιατρέ μου, πιστεύω πως η γυναίκα μου έχει κουφαθεί!
– Κοίτα, αν δε θέλει να έρθει εδώ για να την εξετάσω, μπορείς να κάνεις ένα απλό τεστ για να σιγουρευτούμε. Θα σταθείς πίσω της και αρκετά μακριά και θα τη ρωτήσεις κάτι.
Αν δεν απαντήσει, θα πλησιάσεις ένα βήμα και θα ξαναρωτήσεις. Θα συνεχίσεις έτσι μέχρι που να σε ακούσει και μετά θα έρθεις να μου πεις την απόσταση.
Ο κύριος επιστρέφει σπίτι, μπαίνει μέσα και βλέπει τη γυναίκα του να μαγειρεύει στην κουζίνα.
– Αγάπη μου τι έχουμε για φαγητό;
Δεν ακούει τίποτε οπότε πλησιάζει και ξαναρωτάει. Τίποτε. Συνεχίζει να πλησιάζει και να ρωτάει ώσπου φτάνει ένα βήμα πίσω της.
– Αγάπη μου τι έχουμε για φαγητό;
Και η γυναίκα του απαντάει:
– Για ενδέκατη φορά σου λέω: Γιουβαρλάκια!
– Το μηχανάκι για τα ξύλα...
Μια φορά κατέβηκε ένας χωριάτης ξυλοκόπος στην πόλη για να αγοράσει μηχανάκι για τα ξύλα. Πηγαίνει σ` ένα μαγαζί με μηχανάκια. Οπότε λέει στον πωλητή:
– Θα ήθελα ένα μηχανάκι που κόβει ξύλα.
– Εντάξει, του λέει ο πωλητής, θα σας δώσω ένα που κόβει τριάντα κορμούς τη μέρα.
Μετά από λίγο καιρό έρχεται ξανά ο χωριάτης στο μαγαζί αυτό και λέει στον πωλητή ότι δεν κόβει παρά μόνο δύο κορμούς τη μέρα. Ο πωλητής του λέει παραξενεμένος:
– Αποκλείεται γιατί όλοι κόβουν τριάντα περίπου δέντρα τη φορά.
– Εγώ προσπάθησα αλλά δεν τα κατάφερα.
– Καλά φέρε το μηχανάκι για να το δοκιμάσουμε.
Παίρνει το μηχανάκι ο πωλητής, τραβάει το σχοινάκι και... «ντρρρρ» παίρνει μπροστά.
– Ώπα ρε μεγάλε πως το `κανες αυτό;
– Η ζωή του άνδρα...
Όταν ο Θεός δημιούργησε το γάιδαρο του είπε:
– Θα δουλεύεις από το πρωί ως το βράδυ και θα κουβαλάς βαριά πράγματα στην πλάτη σου. Θα τρως χόρτα και θα έχεις πολύ λίγη νοημοσύνη. Θα ζεις 50 χρόνια.
Τότε ο γάιδαρος του απάντησε:
– 50 χρόνια τέτοια ζωή, είναι πολύ σκληρό. Δώσε μου μόνο 30 χρόνια.
Έτσι κι έγινε.
Μετά ο Θεός δημιούργησε το σκύλο και του είπε:
– Σαν σκύλος, θα φυλάς την ιδιοκτησία του ανθρώπου και θα είσαι ο πιο αφοσιωμένος φίλος του. Θα τρως ότι περισσεύει από τον άνθρωπο και θα ζεις για 25 χρόνια.
Τότε ο σκύλος του απάντησε:
– Θεέ μου, 25 χρόνια τέτοια ζωή, δεν αντέχεται. Δώσε μου μόνο 10 χρόνια.
Έτσι κι έγινε.
Μετά ο Θεός δημιούργησε τον πίθηκο και του είπε:
– Θα πηδάς από δέντρο σε δέντρο και θα συμπεριφέρεσαι σαν βλάκας. Θα κάνεις το γελωτοποιό και θα ζεις για 20 χρόνια.
Τότε ο πίθηκος του απάντησε:
– Θεέ μου, 20 χρόνια σαν γελωτοποιός του κόσμου, πάει πολύ. Δώσε μου μόνο 10 χρόνια.
Έτσι κι έγινε.
Τελικά ο Θεός, δημιούργησε τον άνδρα και του είπε:
– Είσαι άνδρας. Το μόνο λογικό ον που θα κατοικεί στη Γή. Θα χρησιμοποιείς τη νοημοσύνη σου για να επιβάλλεσαι στα αλλά δημιουργήματα. Θα εξουσιάζεις τη Γή και θα ζεις για 20 χρόνια. Τότε ο άνδρας του απάντησε:
– Θεέ μου, να είμαι άνδρας μόνο για 20 χρόνια δεν αρκεί. Δώσε μου σε παρακαλώ τα 20 χρόνια που άφησε ο γάιδαρος, τα 15 χρόνια που άφησε ο σκύλος και τα 10 χρόνια που άφησε ο πίθηκος.
Έτσι κι έγινε.
Από τότε ο άνδρας ζει, 20 χρόνια σαν άνδρας, μετά παντρεύεται και δουλεύει 20 χρόνια σαν γάιδαρος και από το πρωί ως το βράδυ κουβαλά τα βάρη. Μετά, αποκτά παιδιά και ζει 15 χρόνια σαν σκύλος φρουρώντας το σπίτι και την περιουσία του, τρώγοντας ότι περισσεύει από την οικογένεια. Και αφού γεράσει πια, ζει σαν πίθηκος, συμπεριφέρεται σαν βλάκας και κάνει το γελωτοποιό στα εγγόνια του...
– Ο συνχωριανός...
Έρχεται στην Αθήνα κάποιος από το χωριό του, με σκοπό να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές. Συναντάει ένα χωριανό του, που μένει πλέον μόνιμα στην πόλη.
– Α! Κώστα μου, του λέει θα έρθεις οπωσδήποτε σπίτι μου στη Γλυφάδα να τα πούμε.
– Εντάξει. Αν προλάβω να τελειώσω τις δουλειές μου, θα έρθω. αλλά πώς;
– Ή από Συγγρού ή από Βουλιαγμένης, του απαντάει ο φίλος του.
Λοιπόν, αφού τελειωσε τις δουλειές του, ξεκινάει να πάει στη Γλυφάδα. Φτάνοντας στις στήλες του Ολυμπίου Διός, ρωτάει έναν περαστικό.
– Φίλε, πως θα βγω στη Συγγρού;
– Ααααα. Πολύ απλά. Θα βάλεις ψηλοτάκουνα παπούτσια, θα βάψεις τα μαλλιά και τα χείλη σου, θα φορέσεις μια κοντή προκλητική φούστα και θα βγείς.
– Καλά άστο φιλαράκι, του απαντάει. Θα πάω από Βουλιαγμένης!
– Ινδιάνικο όνομα...
Πάει ένας Ινδιάνος στο ληξιαρχείο:
– Γειά σας, λέει στον υπάλληλο. Θέλω να αλλάξω το όνομά μου, γιατί είναι πολύ μεγάλο.
– Πώς λέγεστε, κύριε;
– Κοτρόνα που ξεκολάει από τη βουνοπλαγιά και κατρακυλάει στη λίμνη της κοιλάδας.
– Κατάλαβα. Και ποιο θα είναι το καινούριο όνομά;
– Πλάτς.
– Με αγάπη...
Μια γιαγιά είχε δύο εγγόνια. Το ένα ήταν καλό παιδί και την αγαπούσε πάρα πολύ. Το άλλο όμως ήταν κακό και πονηρό και δεν ήθελε ούτε να τη βλέπει. Μια μέρα λοιπόν πάει η γιαγιά να βρει το καλό της εγγονάκι, μπαίνει στο ασανσέρ, πατά το κουμπί, αλλά γίνεται διακοπή ρεύματος και κλείνεται μέσα.
Αμέσως, ο εγγονός της καλεί την πυροσβεστική και η γιαγιά απεγκλωβίζεται. Την άλλη μέρα βλέπει έξω από το σπίτι του μια Πόρσε με ένα σημείωμα:
– Με αγάπη. «Η γιαγιά σου».
Μια άλλη μέρα, πάει η γιαγιά να βρει τον άλλο της εγγονό. Μπαίνει στο ασανσέρ, αλλά και πάλι για κακή της τύχη κλείνεται μέσα. Τότε το κακό εγγόνι, κόβει τα καλώδια του ασανσέρ, το ασανσέρ πέφτει και η γιαγιά συνθλίβεται!
Την άλλη μέρα, λοιπόν, βλέπει έξω από το σπίτι του μια Μερσεντές παρκαρισμένη, με το σημείωμα:
– Με αγάπη. «Ο παππούς σου».
– Οι μπεκρήδες...
Δυο αλκοολικοί την ώρα που πίνουν αποφασίζουν να κόψουν το πιοτό. Λοιπόν λέει ο ένας στον άλλο, θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα κρύψω το μπουκάλι με το κρασί πίσω από την πλάτη μου. Αν βρείς σε ποιο χέρι το έχω θα συνεχίσουμε να πίνουμε, αν δεν το βρείς θα κόψουμε το πιοτό.
Κρύβει το μπουκάλι πίσω από την πλάτη του στο αριστερό του χέρι και ρωτάει τον άλλο. Σε πιο χέρι έχω το μπουκάλι;
Σκέφτεται ο άλλος και του λέει, στο αριστερό χέρι το έχεις.
Όποτε ο άλλος πολύ σοβαρά του λέει: «Συγκεντρώωωωωσουουου».
– Η παρθένα...
Ήταν μια φορά μια παρθένα σε ένα αεροπλάνο. Κάποια στιγμή ο πιλότος ανακοινώνει ότι το αεροπλάνο πέφτει και καλεί τους επιβάτες να κάνουν την προσευχή τους. Πανικόβλητη η παρθένα αρπάζει τον επιβάτη που καθόταν δίπλα της και του λέει:
– Είμαι 28 χρονών και είμαι ακόμα ανέγγιχτη! Κάνε με να νιώσω γυναίκα τώρα!
Ο συνεπιβάτης της αρχίζει να ξεκουμπώνει το πουκάμισό του με ένα ύφος πολλά υποσχόμενο.
Το βγάζει, της το πετάει και της λέει:
– Πάρ`το μωρή να το σιδερώσεις!
– Κομμένα τα αστεία...
Δυο γνωστοί συζητούν:
– Τι απέγινε εκείνος ο φίλος σου που έκανε εκείνες τις θαυμάσιες φάρσες;
– Νά, μια μέρα πρότεινε στα αστεία σε μια γυναίκα να την παντρευτεί κι εκείνη δέχτηκε... Από τότε δεν έκανε ξανά αστεία...
– Ο Έλληνας και ο Αιγύπτιος...
Ένας Έλληνας και ένας Αιγύπτιος συζητούσαν για τον πολιτισμό τους:
– Εμείς έχουμε τις πυραμίδες.
– Κι εμείς έχουμε την Ακρόπολη.
– Εμείς σκάψαμε κάτω από τις πυραμίδες και βρήκαμε καλώδια.
– Και τι μ` αυτό;
– Πάει να πει πώς τότε υπήρχαν τηλέφωνα!
– Κι εμείς σκάψαμε κάτω από την Ακρόπολη και δεν βρήκαμε τίποτα.
– Και τι με αυτό;
– Πάει να πει πώς τότε είχαν κινητή τηλεφωνία!
– Ο λαθρέμπορος...
Ένα πρωί πλησιάζει στο συνοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς ένας τύπος καβάλα σε ένα ποδήλατο. Στους ώμους του κρέμονται δύο σάκοι.
– Επ, που πάς εσύ, τον ρωτάει με καχυποψία ο φύλακας. Τι έχεις μέσα στους σάκους;
– Άμμο, απαντάει ο τύπος.
– Τι άμμο και μαλακίες μου λες. Χθεσινός είμαι; Κατέβα αμέσως για έλεγχο.
Κατεβαίνει αυτός και αρχίζει να ψάχνει ο τελωνιακός μέσα στην άμμο. Μετά από δύο ώρες ψαξίματος δε βρίσκει τίποτα και αφήνει τον τύπο να περάσει.
Την άλλη μέρα το πρωί η ίδια δουλειά. Ο τύπος με το ποδήλατο πλησιάζει, το σταματάει ο τελωνιακός, του παίρνει τους σάκους και μετά από τέσσερεις ώρες επίμονου ψαξίματος τον αφήνει να περάσει.
Την τρίτη μέρα να σου πάλι ο τύπος, καβάλα στο ποδήλατο με τους δύο σάκους να κρέμονται στου ώμους του.
– Ρε γαμώτο, πάλι εσύ; Τι θα γίνει με την περίπτωση σου; λέγε τι κουβαλάς μέσα στους σάκους.
– Άμμο.
– Καλάααα... Κατέβα για έλεγχο.
Έξι ώρες παιδευόταν ο τελωνιακός. Εξέτασε την άμμο κόκκο προς κόκκο αλλά τίποτα.
Επί έξι μήνες, κάθε πρωί ο τύπος ερχότανε, έπινε τον καφέ του όσο ο τελωνιακός ξεσκιζότανε να βρει κάτι μέσα στην άμμο και πέρναγε απέναντι καβάλα στο ποδηλατάκι του με τους δυο σάκους άμμο. Μέχρι στο χημείο του κράτους είχε στείλει την άμμο ο τελωνιακός μπας και βρει τίποτα ύποπτο αλλά τίποτα. Κόντευε να τρελαθεί.
Ένα πρωί δεν άντεξε και του λέει:
– Άκου να δεις φίλε, δεν αντέχω να σε ψάχνω άλλο. Θα σε ρωτήσω κάτι και θέλω να μου απαντήσεις ειλικρινά, κι εγώ σου υπόσχομαι ότι ούτε θα σε συλλάβω, ούτε θα σε πειράξω, ούτε τίποτα.
– Εντάξει.
– Κάνεις λαθρεμπόριο;
– Κάνω.
– Και τι διάολο βγάζεις λαθραία απ` τη χώρα τόσο καιρό;
– Ποδήλατα.
– Είδα και έπαθα...
Η κατηγορία ειναι βαριά: Φόνος εκ προμελέτης, όμως ο κατηγορουμένος έχει την τύχη να γνωρίζει έναν από τους ενόρκους, που έχει μεγάλη επιρροή. Τον ικετεύει να προσπαθήσει να πείσει και τους άλλους ότι δεν επρόκειτο πάρα για φόνο εξ`αμέλειας. Όταν τελειώνει η διαδικασία, οι ένορκοι αποσύρονται στην ειδική αίθουσα για να συσκεφθούν και να βγάλουν απόφαση. Η ετυμηγορία τους αργεί και η αγωνία του κατηγορουμένου κορυφώνεται. Τέλος οι ένορκοι ξαναμπαίνουν στην αίθουσα και ο προεδρός τους διαβάζει την απόφαση. Μετατρέπουν την κατηγορία σε φόνο εξ`αμελείας και το δικαστήριο εκδίδει την απόφαση: Τρία χρόνια φυλάκισης. Ευχαριστημένος που γλίτωσε από βαρύτερη ποινή, ο κατηγορούμενος συναντά αργότερα τον γνωστό του, που ήρθε να τον επισκεφθεί στην φυλακή.
– Λοιπόν, θα δυσκολεύτηκες πολύ να τους πείσεις... Η σύσκεψη κράτησε πάρα πολύ ώρα.
– Αν δυσκολεύτηκα; απάντα ο άλλος. Είδα και έπαθα. Αυτοί θέλανε να σε βγάλουνε άθωο!
– Βαρεμάρα...
Πάει ένας και ρωτάει έναν άλλο, που έπαιζε με μια τρίχα.
– Από τα νεύρα σου; και του λέει ο άλλος:
– Όχι από τα αρχίδια μου.
– Η Ζωή μετά το Πάσχα...
Δύο πρόβατα συζητούν για τη ζωή και τα μεγάλα ερωτήματα της ύπαρξης, οπότε ρωτάει το ένα το άλλο:
– Εσύ πιστεύεις στη ζωή μετά το Πάσχα;
– Ποιος Γιώρς μωρέ...
Τα αδέρφια Αντώνης και Γιώργος πάνε στην παραλία για μπάνιο. Αρχίζουν και παίζουν με την μπάλα. Ξαφνικά ξεφεύγει η μπάλα και πέφτει στο κεφάλι μιας αγγλίδας. Πάει ο Αντώνης να την πιάσει...
Αγγλίδα: – Oh! Is it yours?
Αντώνης: – Ποιος Γιώρς μωρέ, η Αντώνς είμαι.
– Ο πελαργός...
Είναι ένας πελαργός και κουβαλάει ένα γέροντα 80 χρονών.Κάποια στιγμή γυρνάει ο γέροντας και λέει στον πελαργό:
– Έλα μαλάκα, παραδέξου ότι χαθήκαμε...
– Το κοτόπουλο...
Σε ένα εστιατόριο ο πελάτης λέει στο γκαρσόν:
– Σας παρακαλώ, μήπως μπορείτε να πάρετε το κοτόπουλο να το ψήσετε λιγάκι ακόμα;
– Γιατί, τι έχει;
– Μου τρώει τις πατάτες.
– Πλύσου...
Ένας βλάχος πήγε σε μια βρύση να πιει νερό. Εκείνη την στιγμή πήγε και ένας Άγγλος στην βρύση. Ο Άγγλος ευγενικά του παραχωρεί την θέση του λέγοντας:
– Please.
Και ο βλάχος:
– Όχι, όχι εσύ πλυσ`, ιγώ νερό θέλω να πιώ.
– Ο αστυνόμος...
Ένας τροχονόμος τύφλα στο μεθύσι σταματά έναν μοτοσυκλετιστή που είναι τύφλα και αυτός.
– Τροχονόμος: Δεν ξέρεις ότι απαγορεύονται τρία άτομα πάνω σε μηχανή;
– Μοτοσικλετιστής: Καλά και ήταν ανάγκη να με περικυκλώσετε;
– Ο λιώμας...
Μεθυσμένος σε σουβλατζίδικο:
– Ένα γύρο απ` όλα
– Πίτα;
– Άσε... λιώμα.
– Ο τραυλός...
Ένας τραυλός πιάνει δουλειά ως πλασιέ για πώληση εγκυκλοπαιδιών. Επειδή έσπασε κάθε ρεκόρ πωλήσεων το αφεντικό του τον ρωτάει πώς τα κατάφερε. Κι εκείνος του λέει τραυλίζοντας:
– Είναι πολύ απλό τους ρωτώ αν θέλουν να τις αγοράσουν ή να τους τις διαβάσω.
– Η ανθοδέσμη...
Πελάτης σε ανθοπωλείο.
– Μιά ανθοδέσμη θα ήθελα.
– Έχετε κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σας;
– Ναί, να γαμήσω.
– Η συζήτηση...
Συζητάνε μια κόμπρα και ένας βιβλιοθηκάριος :
– Σσσσσσς
– Σσσσς
– Σσσσσσσσσσς
– Γυμνός στην ζούγκλα...
Περπατάει ένας τύπος γυμνός στη ζούγκλα. Τον βλέπει ένας ελέφαντας και τον ρωτάει :
– Καλά, πώς μπορείς και αναπνέεις με αυτό το πράγμα;
– Ο κοκάκιας...
Γιαγιά σε ζαχαροπλαστείο :
– Τι γλυκά είναι αυτά παλικάρι μου;
– Κοκάκια γιαγιά.
– Μα έτσι φωνάζουν και τον εγγονό μου.
– Σαλονικιός στην Αθήνα...
Σαλονικιός σε σουβλατζίδικο της Αθήνας :
– Ένα σουβλάκι παρακαλώ.
– Καλαμάκι;
– Βγαίνει και σε ρόφημα;
– Η αμνησία...
Ασθενής σε γιατρό :
– Γιατρέ έχω αμνησία.
– Τι έχεις;
– Τι έχω;
– Η αφιέρωση...
Παίρνει ένας τύπος τηλέφωνο σε ραδιοφωνικό σταθμό :
– Ναι, θα ήθελα να παίξετε το τραγούδι «Δεν χωράς πουθενά.» από Τρύπες.
– Που θέλετε να το αφιερώσετε;
– Στον πούτσο μου.
– Ανάσκελα...
Μιά κατσαρίδα βλέπει μία άλλη ανάσκελα να κουνάει τα πόδια της :
– Αεροζόλ;
– Όχι, αερόμπικ.
– Ο επόμενος...
Ασθενής σε γιατρό :
– Γιατρέ όλοι με αγνοούν.
– Να περάσει ο επόμενος.
– Τα τσιμπούρια...
Δύο τσιμπούρια έχουν πάει σε ένα πάρτυ.
Φεύγοντας αργά το βράδυ μετά από ξέφρενη διασκέδαση ρωτάει το ένα το άλλο :
– Θα πάμε με τα πόδια ή θα πάρουμε κανένα σκύλο;
– Τα λάχανα...
Είναι δύο λάχανα και ενώ τρέχουνε το ένα σταματάει.
– Γιατί σταμάτησες;
– Λαχάνιασα.
– Οι ναυαγοί...
Τέσσερις ναυαγοί ηλικίας 20, 40, 50 και 70 ετών βρίσκονται σε ένα νησί και στο διπλανό νησί βρίσκονται τέσσερα πανέμορφα μοντέλα.
Λέει ο 20άρης:
– Γρήγορα να κολυμπήσουμε να πάμε απέναντι στα κορίτσια!
Ο 40άρης του απαντά:
– Καλά μην βιάζεσαι και τόσο.
Ο 50άρης προτείνει:
– Εγώ λέω να κατασκευάσουμε μία σχεδία.
Τότε λέει και ο 70άρης:
– Για σταθείτε ρε παιδιά. Γιατί να τα κάνουμε όλα αυτά; Αφού κι από εδώ βλέπουμε!
– Ο γιός του εργοστασιάρχη...
Ένας εργοστασιάρχης έχει έναν χαζό γιό. Μια μέρα λοιπόν τον πάει να του δείξει το εργοστάσιο αλλαντικών που έχουν.
– Ορίστε, του λέει, σ` αυτή τη μηχανή βάζουμε από εδώ ένα ολόκληρο βόδι, η μηχανή το παίρνει, το γδέρνει, χωρίζει τα κόκκαλα, το τεμαχίζει, το αλέθει κι από δω βγαίνει λουκάνικο.
– Δηλαδή μπαμπά, ρωτάει ο γιός, άμα βάλουμε από δω λουκάνικο, θα μας βγάλει από την άλλη βόδι;
– Αυτό παιδί μου, μόνο η μάνα σου το κατάφερε!
– Οι Λαρισαίοι...
Συναντιώνται δυό Λαρισαίοι στην πλατεία της Λάρισας, κουστουμαρισμένοι με μαντηλάκι στο αριστερό πέτο του σακκακιού τους και ρωτάει ο πρώτος τον άλλο:
– Σεγάμ`εισαν;
και του απαντάει ο δεύτερος:
– Οχι σε βαφτίσια!
– Η Κοκκινοσκουφίτσα...
Η Κοκκινοσκουφίτσα περπατάει στο δάσος.
Ξαφνικά μέσα από ένα θάμνο πετιέται ο κακός λύκος, ορθώνεται τεράστιος και τρομερός από πάνω της και της λέει με επιβλητική φωνή:
– Κοριτσάκι! Τώρα θα σε φάω!
Οπότε η Κοκκινοσκουφίτσα μονολογεί:
– Τι πράμα είναι αυτό ρε συ, κανένας δεν γαμάει πιά;
– Ο Γιατρός και ο γύφτος...
Ένας γύφτος αγοράζει οικόπεδο δίπλα από το σπίτι ενός γιατρού.
Φωνάζει λοιπόν ένα μηχανικό και τον βάζει να του κτίσει ένα ίδιο ακριβώς σπίτι.
Όταν τελείωσε το σπίτι του ο γύφτος βγαίνει στο μπαλκόνι και φωνάζει το γιατρό.
– Γιατρέ, γιατρέ!
– Τι είναι ρε παλιόγυφτε; του λέει ο γιατρός.
– Να του λέει ο γύφτος εσύ μπορεί να μην με χωνεύεις, αλλά εγώ είμαι ίδιος με σένα γιατί έχουμε το ίδιο σπίτι!
– Αποκλείεται του λέει ο γιατρός γιατί δεν έχουμε τα ίδια έπιπλα…
Σκυλιάζει ο γύφτος παραγγέλνει τα ίδια ακριβώς έπιπλα με του γιατρού και ξαναβγαίνει στο μπαλκόνι.
– Γιατρέ, γιατρέ ίδιο σπίτι έχουμε ίδια έπιπλα, είμαι ίδιος με σένα.
– Τι λες ρε παλιόγυφτε του λέει ο γιατρός έχουμε το ίδιο αυτοκίνητο;
Και του δείχνει μια πολυτελή αυτοκινητάρα που είχε στο γκαράζ.
Σκυλιάζει ο γύφτος βάζει γραμμάτια παίρνει δάνεια και αγοράζει ακριβώς το ίδιο αυτοκίνητο και βγαίνει πάλι στο μπαλκόνι.
– Γιατρέ, γιατρέ!
– Τι θες ρε παλιόγυφτε; του λέει ο γιατρός.
– Είμαι καλύτερος από σένα!
– Γιατί ρε; του λέει ο γιατρός.
– Να, του λέει ο γύφτος, έχουμε ίδιο σπίτι ίδια έπιπλα και ίδιο αυτοκίνητο.
– Συμφωνώ, αλλά από που και ως που είσαι καλύτερος από μένα; λέει ο γιατρός.
– Γιατί εγώ έχω γείτονα γιατρό, ενώ εσύ έχεις γείτονα γύφτο!