Ερωτικά
– Δώρα για τις συζύγους...
Ήταν δύο αδέρφια, ο ένας πλούσιος και ο άλλος φτωχός. Λόγω γιορτών αποφασίζουν να αγοράσουν στις γυναίκες τους δώρα. αγοράζει λοιπόν ο πλούσιος στη δικιά του δύο αμάξια. αγοράζει κι ο φτωχός στη δικιά του ένα ζευγάρι παντόφλες κι εναν δονητή. Ρωτάει ο φτωχός τον πλούσιο γιατί της πήρε δυο αμάξια κι ο πλούσιος απαντάει.
– Γιατί άμα χαλάσει το ένα να έχει το άλλο να χρησιμοποιεί. Ρωτάει κι ο πλούσιος το φτωχό γιατί της πήρε ένα ζευγάρι παντόφλες κι ένα δονητή κι απαντάει ο φτωχός:
– Γιατί άμα δεν της αρέσουν οι παντόφλες να πάει να γαμηθεί.
– Όσο περνάν τα χρόνια...
Μετά από 20 χρόνια γάμου, το ζευγάρι πάει κρουαζιέρα. Μια νύχτα με πανσέληνο βρίσκονται στο κατάστρωμα και με πολύ ρομαντική διάθεση λέει η γυναίκα:
– Αγάπη μου, άν έπεφτα στη θάλασσα, θα έπεφτες να με σώσεις;
– Άν σου πώ ναί, θα πέσεις;
– Τα φιλιά...
Ένας σύζυγος πηγαίνει στο σιδηροδρομικό σταθμό για να υποδεχτεί τη γυναίκα του που γυρίζει από ταξίδι.
– Δεν σε βλέπω ενθουσιασμένο, του λέει η σύζυγος. Για κοίτα εκείνο το ζευγάρι δεξιά μας. Ο άντρας φιλάει τη γυναίκα του για τρίτη φορά.
– Ναι, αλλά αυτή πρόκειται να ταξιδέψει...
– Οι συνέπειες...
Μετά από μια νύχτα ανελέητου σέξ μεταξύ ελέφαντα και μυρμηγκιού, ο ελέφαντας δεν αντέχει άλλο και πεθαίνει.
– Όχι ρε γαμώτο, λέει το μυρμήγκι, για μια νύχτα σέξ θα σκάβω μια ζωή.
– Δύο φίλοι...
Δύο φίλοι συζητούν για τις γυναίκες τους:
– Δεν μου λές, λέει ο ένας, η γυναίκα σου είναι καλή στο κρεβάτι;
– Τί να σου πώ, λέει ο άλλος, άλλοι λένε ναί, άλλοι λένε όχι...
– Προσοχή όταν δανείζετε χρήματα...
Μια ηλιόλουστη μέρα πάει ο Χρήστος στο σπίτι του Γιάννη. Χτυπάει το κουδούνι και του ανοίγει η γυναίκα του Γιάννη.
– Γειά σου Πόπη, ο Γιάννης που είναι;
– Γειά σου Χρήστο, δεν ξέρω, όμως αν θέλεις μπορείς ευχαρίστως να τον περιμένεις.
– Ναι αμέ, αν κεράσεις και καφέ περιμένω.
– Έλα, έλα Χρήστο πέρασε.
Αφού περίμενε ο Χρήστος και άρχισε να βαριέται λέει:
– Πόπη μου με συγχωρείς αλλά τόση ώρα που σε βλέπω με έχεις ανάψει. Να σου δώσω 300 ευρώ να μου δείξεις το βυζί σου;
Η Πόπη κοκκίνισε, πρασίνισε, αλλά τα 300 ευρώ είναι καλό ποσό για να δείξω το βυζί μου σκέφτηκε.
– Με φέρνεις σε δύσκολη θέση Χρήστο μου αλλά αν μου δώσεις τα λεφτά ναί γιατί όχι.
– Πάρε Πόπη μου, να πάρτα.
Βγάζει το βυζί της λοιπόν.
Τώρα ο Χρήστος άναψε για τα καλά.
– Να σου δώσω άλλα 300 ευρώ να μου δείξεις και το άλλο βυζί σου;
– Ναί μια που είδες το ένα, στο άλλο θα κολλήσουμε; Δώσε μου τα λεφτά.
– Να καλή μου, πάρε, άντε βγάλτο έξω!
Τσουπ να και και το άλλο το βυζόμπαλο πετάχτηκε μπρος στα μάτια του Χρηστάρα.
Μετά από λίγο μια που περνούσε η ώρα λέει ο Χρήστος:
– Πόπη μου πάω να φύγω τα λέμε.
Μισή ώρα αργότερα να και ο Γιάννης...
– Τι γίνεται Ποπίτσα μου;
– Καλά Γιάννη μου ήρθε από εδώ και Χρήστος, σε περίμενε λίγο και μετά έφυγε.
– Ναι; Ποπίτσα μήπως σου έδωσε τα 600 ευρώ που μου χρωστάει;
– Microsoft...
Ο πρόεδρος της Microsoft Μπίλ Γκέιτς παντρεύεται. Την πρώτη νύχτα του γάμου όταν γδύνεται στη γυναίκα του αυτή τον βλέπει, και λέει:
– Α, τώρα καταλαβαίνω για ποιο λόγο έβγαλες την εταιρεία σου Micro–Soft.
– Το μέτρημα...
Ο νεαρός σύζυγος ρωτάει την ακόμα πιο νέα γυναίκα του:
– Πριν με γνωρίσεις, με πόσους άντρες είχες κάνει δεσμό;
Η γυναίκα δεν απαντάει. Η ώρα περνάει κι ο σύζυγος αρχίζει να φοβάται ότι η ερώτηση του πρόσβαλε τη γυναίκα του.
– Γιατί δε μιλάς; τη ρωτάει.
– Μη με διακόπτεις. Μετράω, του απαντά εκείνη.
– Ο μαρτυριάρης...
΄Ηταν ένας κύριος που κάθε πρωί που πήγαινε στη στάση να πάρει το λεωφορείο να πάει στη δουλειά του, τον περίμενε ένας τύπος που του έπιανε το μάγουλο και του έλεγε σιγανά:
– Α! ρε κερατούκλη...
Αυτό γινόταν κάθε μέρα, ώσπου ο άνθρωπος ανήσυχος ρωτάει τη γυναίκα του τι μπορεί να συμβαίνει.
– Και πού θέλεις να ξέρω εγώ; του απαντάει εκείνη εκνευρισμένη και εκείνος ησύχασε.
Την άλλη μέρα το πρωί στη στάση του λεωφορείου ο γνωστός τύπος του πιάνει πάλι το μάγουλο και του λέει:
– Α! ρε κερατούκλη... είσαι και μαρτυριάρης.
– Πουλί καράτε...
Ήταν μια γυναίκα που ήθελε να κάνει δώρο στον άντρα της ένα πολύ ξεχωριστό πουλί. Πάει λοιπόν σ` ένα μαγαζί με ζώα και ζητάει το πιο ξεχωριστό πουλί. Ο μαγαζάτορας της λέει:
– Έχουμε ένα πολύ ξεχωριστό πουλί.
– Και πως λέγεται;
– Αυτό το πουλί λέγεται, «πουλί–καράτε». Αυτό όταν του πεις πούλι–καράτε και ένα πράγμα το κάνει κομμάτια. Για παράδειγμα Πουλί–καράτε καρέκλα.
Τότε το πουλί την έκανε οδοντογλυφίδες! Ευχαριστημένη λοιπόν το αγοράζει πάει σπίτι της και το κρεμάει στον τοίχο. Όταν έρχεται ο άντρας το βλέπει και της λέει:
– Τι βλακεία είναι αυτή που μου κουβάλησες σπίτι;
– Αυτό είναι ένα πουλί–καράτε.
– Πουλί–καράτε... κι`αρχίδια.
– Το πηγάδι...
Μια γυναίκα πάει για πρώτη φορά στον γυναικολόγο και νιώθει αρκετά άβολα με την εξέταση. Αφού της λέει να βάλει τα πόδια της στους αναβολείς, ο γιατρός πάει να ρίξει μια ματιά.
– Ουάου! αυτός είναι ο μεγαλύτερος κόλπος που έχω δει ποτέ, λέει ο γιατρός.
– ...αυτός είναι ο μεγαλύτερος κόλπος που έχω δει...
– Δεν ήταν ανάγκη να το πείτε και δεύτερη φορά, λέει η γυναίκα ενοχλημένη.
– Δεν το είπα εγώ, λέει ο γιατρός.
– Ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου...
Πάει ένας στο ταχυδρομείο. Βλέπει έναν καραφλό πενηντάρη στον πάγκο να βάζει γραμματόσημα σε έντονα ροζ φακέλους γεμάτους καρδούλες. Μετά βγάζει ένα μπουκαλάκι αρώματος και αρχίζει να ψεκάζει πάνω στα γράμματα. Πάει λοιπόν στον πενηντάρη γεμάτος περιέργεια και τον ρωτάει:
– Μα τι κάνετε εκεί κύριε;
Γυρνάει ο πενηντάρης και του λέει:
– Στέλνω χίλια ερωτικά γράμματα και υπογράφω ως, μάντεψε ποιος.
– Και γιατί; λέει ο άλλος.
– Μα γιατί είμαι δικηγόρος διαζυγίων, απαντά ο πενηντάρης.
– Η καφετζού...
– Άντρούλη μου, χάλασε η βρύση του μπάνιου.
– Και τι `μαι εγώ; Υδραυλικός είμαι για να κάτσω να την φιάξω;
Μετά απο δυο μέρες...
– Άντρούλη μου, κάηκε η λάμπα τής κουζίνας.
– Και τί είμαι εγώ; Ηλεκτρολόγος είμαι για να την αλλάξω;
Μετά από κανα μήνα...
– Γυναίκα. Ποιός έφιαξε τη βρύση του μπάνιου;
– Φώναξα υδραυλικό.
– Φαντάζομαι πόσα σου πήρε.
– Μου ζήτησε μονο να του ψήσω ένα καφέ βαρύ γλυκό ή αλλιώς να του καθόμουν.
– Μπράβο γυναίκα. Τη γλυτώσαμε με ένα... καφέ μόνο ε;
– Και τι είμαι εγώ; Καφετζού;
– Τα δώρα...
Η Μάρια και η Σοφία ήταν γειτόνισες και άσπονδες φίλες και προσπαθούσε η μία να βγάλει τα μάτια της άλλης. Τα σπίτια τους ήταν το ένα απέναντι στο άλλο.
Μια μέρα λέει η Μαρία στη Σοφία:
– Να μου πεις πότε είναι τα γενέθλια σου να σου κάνω δώρο κουρτίνες.
– Και γιατί να μου κάνεις δώρο κουρτίνες;
– Να τις βάλεις στο παράθυρο σου, γιατι βαρέθηκα να βλέπω τον κώλο του άντρα σου στο παράθυρο.
– Εσύ να μου πεις πότε είναι τα γενέθλια σου να σου κάνω δώρο γυαλιά.
– Γιατί να μου κάνεις δώρο γυαλιά;
– Γιατί ο κώλος που βλέπεις στο παράθυρο δεν είναι του άντρα μου, αλλά του δικού σου.
– Το αυγό και το πουλί...
Ο μπαμπάς προσπαθεί να πείσει το γιο του να φάει το αυγό που του έχει ετοιμάσει:
– Φάε παιδί μου το αυγό να γίνεις μεγάλος σαν τον μπαμπά.
– Δεν θέλω, λέει ο μικρός.
– Φάτο αγόρι μου να γίνεις γέρος και δυνατός.
– Δε θέλω σου λέω, επιμένει ο μικρός.
– Φάτο καλέ μου να μεγαλώσει το πουλάκι σου.
Και η μαμά από μέσα.
– Γιώργο φάε εσύ το αυγό θα φτιάξω μπιφτέκια για το παιδί.
– Τα κέρατα...
Κάποτε, ήταν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι και ο παππούς ήταν στα τελευταία του. Ρωτάει τη γιαγιά:
– Γυναίκα, τώρα που πεθαίνω, θα ήθελα να ξέρω κάτι.
– Ότι θες άντρα μου!
– Πες μου σε παρακαλώ, πόσες φορές με έχεις απατήσει;
– Τι λες τώρα άντρα μου, ποτέ!
Ο παππούς όμως επέμενε κι έτσι την πείθει να απαντήσει.
– Σε έχω απατήσει τρεις φορές όλες κι όλες.
– Με ποιους;
– Θυμάσαι τότε που ήταν να μπεις στο δημόσιο και σε έβαλε ο Γιάννης;
– Ναι.
– Ε, εγώ τον έπεισα να μας βοηθήσει.
Ο παππούς τα χάνει!
– Για πες μου για τη δεύτερη φορά...
– Θυμάσαι τότε που είχες πάρει προαγωγή και είχες γίνει υποδιευθυντής;
– Ναι.
– Ε, εγώ είχα μιλήσει με το διευθυντή.
Ο παππούς τρελένεται!
– Για πες μου και την τρίτη να τελειώνουμε...
– Θυμάσαι που είχες βάλει υποψηφιότητα για δήμαρχος και σου έλειπαν πεντακόσιοι ψήφοι;
– Η γριά και ο βιαστής...
Μια γριά λέει σε μια άλλη γριά:
– Χθες είδα έναν βιαστή στο πάρκο και άρχισα να τρέχω.
– Ε! και τι έγινε. Για πες μου, μη με κρατάς σε αγωνία.
– Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα...
– Συνέχισε. Τι έγινε;
– Και στο τέλος δεν τον πρόλαβα.
– Το κόλπο του έγγαμου βίου...
Μετά από λίγα χρόνια γάμου, ένα ζευγάρι έχει σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας. Για να μη διαλύσουν τον γάμο τους, αποφασίζουν να επισκεφθούν έναν κοινωνικό λειτουργό.
– Τι πρόβλημα έχετε; ρωτάει εκείνος.
Αμέσως, ο άντρας κατεβάζει μια μούρη μέχρι το πάτωμα και δεν βγάζει τσιμουδιά, ενώ η γυναίκα του, αρχίζει να μιλάει ασταμάτητα για όλα τα στραβά του γάμου. Μετά από κάνα τέταρτο, ο κοινωνικός λειτουργός την πλησιάζει, την πιάνει από τους ώμους και τη φιλάει στο στόμα με πάθος για μερικά λεπτά. Η γυναίκα μένει άφωνη.
– Είδατε; λέει στον σύζυγο. Αυτό χρειάζεται η γυναίκα σας δυο φορές την εβδομάδα κι όλα τα προβλήματα σας θα λυθούν!
– Εντάξει, λέει ο σύζυγος. Μπορώ να την φέρνω Δευτέρα και Πέμπτη...
– Η Μαριλού...
Εκεί που καθόταν ο σύζυγος στην πολυθρόνα του και διάβαζε προσηλωμένος την εφημερίδα του, πηγαίνει η γυναίκα του σιγά σιγά πίσω του και του ρίχνει ένα δυνατό χτύπημα με το τηγάνι στο κεφάλι του.
– Ο άντρας : Μα καλά τρελλάθηκες; Τι με χτυπάς;
– Η γυναίκα : Βρε αχαϊρευτε, τι είναι αυτό το χαρτάκι που βρήκα στην τσέπη του παντελονιού σου και γραφει Μαριλού;
– Ο άντρας : Δεν θυμάσαι πριν από 2 βδομάδες που πήγα στον ιππόδρομο; Μαριλού είναι το όνομα του αλόγου που είχα ποντάρει.
– Η γυναίκα : Πω πω, με συγχωρείς, ώρες ώρες και γω δεν καταλαβαίνω πώς γίνομαι τόσο ζηλιάρα. Ελπίζω να μην σε πόνεσα πολύ.
Μετά από 3 μέρες το ίδιο σκηνικό. Ο άντρας να διαβάζει αμέριμνος την εφημερίδα του στην πολυθρόνα και η γυναίκα του ρίχνει μια δυνατή με το τηγάνι στο κεφάλι.
– Ο άντρας : Μα καλά, τι έπαθες πάλι;
– Η γυναίκα : Τηλεφώνησε το άλογό σου και σε θέλει.
– Το πλοίο με τους άντρες...
Το τεράστιο πετρελαιοφόρο διασχίζει τον ωκεανό. Το ταξίδι είναι πολυήμερο και στο τυπικά ανδρικό πλήρωμα υπάρχει αυτή τη φορά και μια γυναίκα. Η παρουσία της δεσποινίδας ασυνήθιστη καθώς είναι, έχει δημιουργήσει περίεργες καταστάσεις... Τις πρώτες μέρες όλα κυλάνε ήρεμα, ο αντρικός πληθυσμός ήρεμος κι ευγενικός. Τις επόμενες μέρες κάποιοι μικρό εκνευρισμοί. Έχει μπει η τρίτη εβδομάδα και τα πρώτα ξεσπάσματα προμηνύουν θύελλα... Την κατάσταση προσπαθεί να προλάβει ο πλοίαρχος. Μαζεύει τα αρσενικά μέλη του πληρώματος και τους λέει:
– Κύριοι, μετά από τόσες μέρες η κυρία αισθάνεται ανία και για να σας φύγει ο πειρασμός που είναι μόνη της αποφάσισα να τη φλερτάρω εγώ σαν πλοίαρχος.
– Τι είπες; πετάγεται ο θερμόαιμος Ιταλός, υπάρχει Ιταλός επάνω στο πλοίο και θα δοκιμάσει άλλος να φλερτάρει; Δεν θα είστε καλά!
– Κύριοι, σας παρακαλώ, πετάγεται ο Γάλλος, το φλερτ, ως γνωστόν, είναι ειδικότητα των Γάλλων.
Ο καυγάς δεν αργεί να ανάψει. Κάθε ένας, για τους δικούς του λόγους υποστηρίζει ότι το φλερτάρισμα είναι προσωπική του υπόθεση. Σ` όλο αυτό το διάστημα ο Έλληνας, αδιάφορος, μασουλάει πασατέμπο και αγναντεύει το πέλαγος. Εκνευρισμένος ο πλοίαρχος του φωνάζει:
– Εσύ δεν ενδιαφέρεσαι να φλερτάρεις την κυρία;
– Τι να σας πω κύριε πλοίαρχε, τρεις εβδομάδες τώρα την πηδάω. Αν θέλετε όμως τη φλερτάρω κιόλας.
– Μετά απο χρόνια στον γάμο...
Ένα ζευγάρι παντρεμένο είκοσι ολόκληρα χρόνια ξαπλωμένοι στο κρεβάτι τους κουβεντιάζουν.
– Άντρα μου, λέει η γυναίκα, αν πεθάνω θα ξαναπαντρευτείς;
– Δε νομίζω, απαντάει εκείνος.
– Δηλαδή είσαι εναντίoν του γάμου; λέει η γυναίκα.
– Όχι, αποκρίνεται εκείνος.
– Αρα του λέει θα ξαναπαντρευτείς ε;
– Ε μάλλον, λέει και εκείνος.
– Και τι, του λέει, θα κοιμάσαι με αυτήν στο ίδιο κρεβάτι που κοιμάσαι μαζί μου;
– Ε μάλλον, λέει αυτός.
– Και θα ακούει και τους δίσκους μου αυτή;
– Ε μάλλον λέει αυτός.
– Και θα φοράει και τα ρούχα μου;
– Ε μάλλον, λέει αυτός.
– Και τι θα φοράει και τις γόβες μου;
– Όχι αγάπη μου αυτή φοράει 39, αποκρίνεται εκείνος.
– Η μάχη του κερατά...
Γυρίζει ο Μήτσος νωρίτερα στο σπίτι του και πιάνει την γυναίκα του στο κρεβάτι με τον εραστή της.
Βγαίνει με τον εραστή στο μπαλκόνι να παλέψουν. Πάει να δώσει μπουνιά στον εραστή του πιάνει αυτός το χέρι. Πάει να του δώσει μπουνιά με το άλλο χέρι, του το πιάνει και αυτό ο εραστής. Πάει να τον κλωτσήσει, του πατάει το ενα πόδι. Πάει να τον κλωτσήσει με το άλλο πόδι, του το πατάει και αυτό.
Τους βλέπει ένας γνωστός του Μήτσου και του φωνάζει:
Με τα κέρατα Μήτσο... με τα κέρατα...
– Είναι σκοτεινά εδω μέσα...
Είναι μια γυναίκα σπίτι με τον γκόμενό της και βγάζουν τα μάτια τους, όταν ξαφνικά έρχεται στο σπίτι το παιδί.
– Τι κάνεις εσύ εδώ; Δεν έπρεπε να είσαι στο σχολείο τώρα; ρωτάει αυτή.
– Είχαμε κενό και σχόλασα νωρίτερα, απαντάει το παιδάκι.
Το παίρνει λοιπόν το παιδάκι και το κρύβει στη ντουλάπα, για να συνεχίσει με τον γκόμενο.
Μετά από λίγο όμως, επιστρέφει και ο άντρας της νωρίτερα απ` ότι συνήθιζε. Τι να κάνει, παίρνει και τον γκόμενο και τον βάζει στην ντουλάπα μαζί με το παιδάκι.
Μέσα στη ντουλάπα τώρα είναι ο γκόμενος με το παιδάκι...
– Είναι σκοτεινά εδώ μέσα, λέει το παιδάκι.
– Ναι, λέει ο γκόμενος.
– Έχω μια μπάλα ποδοσφαίρου και στην πουλάω.
– Δεν ενδιαφέρομαι, λέει ο γκόμενος.
– Είναι ο πατέρας μου απ`έξω. Θέλεις να τον φωνάξω;
– Πόσο την πουλάς; ρωτάει ο γκόμενος.
– 15.000 δρχ.
Τι να κάνει ο γκόμενος, την αγοράζει. Μετά από καμιά ώρα, τους ανοίγει την ντουλάπα η γυναίκα και φεύγει.
Περνάει μια εβδομάδα και τα φέρνει έτσι η τύχη που ξαναγίνονται τα ίδια. Ξανά το παιδάκι είχε κενό και ο πατέρας ήρθε νωρίτερα και ξανά ο γκόμενος βρίσκεται στην ίδια ντουλάπα μαζί με το παιδάκι.
– Είναι σκοτεινά εδώ μέσα, λέει το παιδάκι.
– Ναι, απαντάει ο γκόμενος.
– Έχω μια μπάλα μπάσκετ και στην πουλάω...
– Πόσο κάνει, ρωτάει κατευθείαν ο γκόμενος.
– 19.000 δρχ.
Τι να κάνει ο γκόμενος, κόντεψε να του έρθει εγκεφαλικό, αλλά του δίνει τα λεφτά.
Μετά από μια εβδομάδα λέει ο πατέρας στο γιό:
– Πάμε έξω στο κήπο να παίξουμε ποδόσφαιρο.
– Α, δε γίνεται γιατί πούλησα τη μπάλα 15.000 δρχ.
– Τι; Που ακούστηκε ένα παιδί 10 χρονών, να πουλάει τόσο ακριβά τα πράγματα του! Κάποιο καημένο παιδάκι εκμεταλεύτηκες σίγουρα! Αυτό που έκανες είναι εκμετάλευση και κοροϊδία γιέ μου! Είναι αμαρτία! Πάμε γρήγορα στον παπά να εξωμολογηθείς!
Πάνε λοιπόν στην εκκλησία και μπαίνει το παιδάκι μέσα στο εξωμολογητήριο.
– Είναι σκοτεινά εδώ μέσα..., λέει.
– Α, να σου πω! Μην αρχίζεις τις ίδιες μαλακίες κι εδώ, εντάξει;
– Η πατάτα...
Δύo χωριάτισσες μάζευαν πατάτες σε ένα κτήμα. H μία, πιάνει μια πελώρια πατάτα στo χέρι της και λέει στην άλλη με έμφαση:
– Αυτή η πατάτα είvαι σαν τo «πoυλί» τoυ άντρα μoυ.
– Πώ Πώ! λέει η άλλη έκπληκτη. Tόσo μεγάλo είναι;
Kαι της απαντά:
– Όχι! τόσo βρώμικo.
– Ο γκρινιάρης...
Κάποιος είχε εθιστοί ιδιαίτερα στα τυχερά παιχνίδια: Λαχεία, προ–πο, λόττο. Ποτέ δεν κέρδιζε και πάντα γκρίνιαζε και έβριζε.
– Κοίτα, έλεγε στον πράκτορα. Αν το λαχείο εδώ αντί για 5 είχε 8 και εδώ αντί για 3 είχε 4, θα είχα κερδίσει τον πρώτο αριθμό.
– Κοίτα, αν στο προ–πο είχα παίξει τον πέμπτο αγώνα Χ αντί για διπλό και το δέκατο αγώνα διπλό αντί για Χ, θα΄χα πιάσει δεκατριάρι.
– Και στο λόττο, για κοίτα. Αν είχα παίξει τα διπλανά νούμερα αντί γι΄αυτά που έπαιξα, θα είχα πιάσει εξάρι.
Αγανάκτησε ο πράκτορας και του λέει μια μέρα:
– Κοίτα με. Ξέρεις τι είναι αυτό; (Σηκώνει το χέρι του ψηλά και του δείχνει τη μασχάλη του).
– Μασχάλη!
– Σωστά. Αν όμως δεν ήταν μασχάλη κι ήταν αρχίδια, είδες μια πούτσα που θα είχα;
– Το άγαλμα...
Η κυρία είναι στο κρεβάτι με τον εραστή της. Ξαφνικά ακούνε το αυτοκίνητο του συζύγου να παρκάρει έξω απ` το σπίτι. Ο εραστής τρέχει πανικόβλητος να κρυφτεί.
Η κυρία, πιο ψύχραιμη, του λέει:
– Πήγαινε στη γωνία και κάτσε ακίνητος!
– Μα...
– Δεν έχει μα! Κάτσε εκεί που σου λέω!
Πηγαίνει στο μπάνιο και φέρνει baby–oil και ταλκ. Τον πασαλείβει με το λάδι, τον πασπαλίζει ολόκληρο με ταλκ και του λέει:
– Κάτσε ακίνητος και κάνε το άγαλμα!
– Μα...
– Κάνε το άγαλμα, που σου λέω, αλλιώς μας έσφαξε και τους δύο!
Μπαίνει ο σύζυγος και βλέπει το άγαλμα.
– Τι είναι αυτό Μαρία;
– Α, τίποτε! Είχα πάει στους Παπαδοπουλαίους το Σαββατοκύριακο κι είχαν ένα τέτοιο άγαλμα και το ζήλεψα. Δεν σε πειράζει που πήρα κι εγώ ε;
– Α μπα, τι να με πειράξει;
Έκατσαν, έφαγαν, είδαν τηλεόραση και κάποια στιγμή έπεσαν για ύπνο. Κατά τις τρεις τα ξημερώματα, ο σύζυγος σηκώνεται, πάει στην κουζίνα, ανοίγει το ψυγείο, φτιάχνει ένα σάντουιτς, παίρνει και μια μπύρα και πάει στο άγαλμα.
– Έλα ρε, φάε, πιες!
Ο εραστής παγώνει απ` το φόβο του.
– Έλα ρε, φάε κάτι! Εγώ τρεις μέρες έκανα το άγαλμα στους Παπαδοπουλαίους κι ούτε ένα ποτήρι νερό δεν μου `δωσαν.
– Ο ετοιμόλογος...
Ένα ζευγάρι φοιτητών, με 400 ευρώ στην τσέπη τους και σε περίοδο εξετάσεων πήγαν κάπου να περάσουν καλά και να διαβάσουν.
Βρίσκουν ένα ξενοδοχείο και πιάνουν ένα δωμάτιο, πιστεύοντας ότι με τα 400 ευρώ για πέντε μέρες θα περνούσαν καλά. Τελειώνουν οι μέρες και πάει το αγόρι να πληρώσει και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:
– Τι οφείλουμε κύριε;
– 500 ευρώ, απαντάει ο υπάλληλος.
– Τι λέτε κύριε, γιατί τόσα;
– Γιατί το ξενοδοχείο είναι με πισίνα.
– Μα εμείς δεν πήγαμε στην πισίνα.
– Ας πηγαίνατε, η πισίνα εδώ ήταν και έχει και τέννις.
– Μα εμείς δεν παίξαμε.
– Έχει και ντίσκο.
– Μα δεν πήγαμε ούτε στην ντίσκο.
– Ας πηγαίνατε, εδώ ήταν όλα.
– Ωραία, λέει το αγόρι, πάρε τα 400 ευρώ.
– Και άλλα 100, λέει ο υπάλληλος.
– 100 ευρώ είναι που πήγες εσύ με την κοπέλα μου.
– Τι λέτε κύριε, εγώ δεν πήγα.
– Ας πηγαίνατε, η κοπέλα μου στο δωμάτιο που μας δώσατε ήταν.
– Ο πιλότος...
Σε ένα αεροπλάνο, αφού έκανε την καθιερωμένη ανακοίνωση ο πιλότος, ξέχασε να κλείσει το μικρόφωνο. Μετά από λίγη ώρα λέει στον άλλο πιλότο:
– Λοιπόν, πάω να χέσω και θα γαμήσω μετά την αεροσυνοδό.
Το ακούν λοιπόν όλοι οι επιβάτες και αρχίζουν τα κρυφόγελα. Ακούγοντας το και η αεροσυνοδός, αρχίζει να τρέχει, για να τους πει να κλείσουν το μικρόφωνο. Εκεί που έτρεχε, έπεσε πάνω στην τσάντα μιας γριάς. Βλέπωντας την αεροσυνοδό, η γριά γελάει και της λέει:
– Σιγά σιγά κόρη μου. Είπε ότι θα πάει να χέσει πρώτα.
– Οι υπερήφανοι πατεράδες...
Συναντιούνται 4 φίλοι από το Στρατό μετά από 30 χρόνια. Αφού είπαν για τα παλιά η συζήτηση μεταφέρεται στο πόσο πετυχημένα έγιναν τα παιδιά τους. Στον 4ο τις παρέας δεν του άρεσε αυτό και πήγε στη τουαλέτα για να αποφύγει τα δυσάρεστα.
– Ο δικός μου γιος, έγινε μεγάλος αρχιτέκτονας, βγάζει εκατομμύρια. Αφού να σκεφτείτε έκανε δώρο σε ένα φίλο του μια βίλα που κόστισε 100.000.000, λέει ο 1ος κοιτάζοντας τους άλλους γεμάτος καμάρι.
– Ο δικός μου, έκανε δώρο σε ένα φίλο του ένα 20μετρο σκάφος άξιας 150.000.000, λέει ο 2ος γεμίζοντας υπερηφάνεια για το παιδί του.
– Σιγά τα έξοδα, λέει ο 3ος. Ο δικός μου που είναι μεγάλος χρηματιστής δώρισε στο φίλο του μετοχές που σήμερα αξίζουν πάνω από 500 εκ.
Τότε βλέπουν όλοι τον 4ο της παρέας που έρχεται χωρίς να έχει ακούσει τίποτα και μετά από πολλή πίεση αναγκάζεται να πει και αυτός τα δικά του.
– Ο δικός μου γιος είναι ένα κοπρόσκυλο, όλη την ημέρα ξάπλα, ύπνο και καλό φαΐ, απαντά αυτός.
Και πως ζει τον ρωτούν οι φίλοι του; Δεν πιστεύουμε να τον ταΐζεις ακόμη;
– Άστα να πάνε. Εχει βρει 3 παλιοαδερφές, τις πηδάει και αυτές τον συντηρούν και του κάνουν και καλά δώρα. Ο ένας του αγόρασε μια βίλα, ο άλλος ένα σκάφος και ο τρίτος του έδωσε 500 εκ σε μετοχές. Κοντεύω να τρελαθώ από τη ντροπή μου, απαντά.
– Το καλύτερο δώρο...
Κάθονται δυο φίλοι στο μπαρ και λέει ο ένας:
– Αύριο είναι τα γενέθλια της γυναίκας μου και δε ξέρω τι να της πάρω, διότι όλα τα έχει και αυτά που δεν έχει, τα αγοράζει οπότε θέλει. Βοήθησέ με φίλε.
Ο φίλος τότε του απαντά:
– Όταν πας σπίτι ξάπλωσε γυμνός στο κρεβάτι και πες της ότι έχει την άδεια σου να κάνει το καλύτερο σεξ για μία ώρα.
Την άλλη μέρα συναντιούνται πάλι στο μπαρ και τον ρωτά ο φίλος του:
– Τι έγινε, ακολούθησες τη συμβουλή μου;
– Ναι την ακολούθησα, αφού της το είπα μου φίλησε τα πόδια, με ευχαρίστησε... και έτρεξε γρήγορα έξω από το σπίτι λέγοντας πως θα γυρίσει σε μία ώρα.
– Η διαδικασία...
Δύο τύποι ψάρευαν.
Βγάζει ο πρώτος ένα ψάρι το ρίχνει στον κουβά, βγάζει δεύτερο το ρίχνει στον κουβά. Ο άλλος βγάζει ένα ψάρι το απαγκιστρώνει το ρίχνει πίσω στη θάλασσα, βγάζει δεύτερο το ρίχνει στη θάλασσα. Οπότε του λέει ο πρώτος.
– Ρε φίλε γιατί τα πετάς δε σου αρέσουν τα ψάρια;
– Μπά δε μου αρέσουν τα ψάρια η διαδικασία μου αρέσει.
– Αφού τα πετάς δεν τα δίνεις σε μένα που έχω γυναίκα και οκτώ παιδιά.
– Σώπα ρε φίλε οκτώ παιδιά ε; θα πρέπει να σου αρέσουν πολύ τα παιδιά.
– Μπά δε μου αρέσουν τα παιδιά. Η διαδικασία μ` αρέσει.
– Ο καπετάνιος...
Μετά από τρίμηνο ταξίδι, το πλοίο αράζει σε κάποιο λιμάνι. Το πρώτο μέλημα του καπετάνιου, μετά από πολύ καιρό αγαμίας, είναι να πάει σε κάποιο σπίτι. Βρίσκει ένα κυριλέ με όμορφες κοπέλες, μπαίνει μέσα και επιλέγει μια θεογκομενάρα. Την ανεβάζει τρέχοντας στο δωμάτιο βγάζοντας βιαστικά τα ρούχα του. Την ξαπλώνει στο κρεβάτι και αρχίζει να της κάνει άγριο και αχαλίνωτο σεξ. Κατά τη διάρκεια που έκαναν έρωτα, ο ναυτικός βλέπει τα δαχτυλάκια των ποδιών της κοπέλας να μαζεύονται και να τεντώνουν ρυθμικά και πλήρως συντονισμένα με τις κινήσεις του.
Δεν έδωσε προσοχή, αλλά όταν τελείωσαν, κυριευμένος από περιέργεια της λέει:
– Με συγχωρείς αν γίνομαι αδιάκριτος, αλλά είμαι ναυτικός πάνω από 20 χρόνια, και έχω επισκεφθεί πολλά μπουρδέλα, σε διάφορες χώρες, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αυτό το βίτσιο που έχεις, με τα δαχτυλάκια των ποδιών.
– Θα σου πω αποκρίνεται εκείνη.
Κάνω πάνω από 10 χρόνια αυτό το επάγγελμα... αλλά πρώτη φορά με παίρνουν με καλσόν.
– Η βεράντα...
Μια μέρα η δασκάλα στο σχολείο βάζει έκθεση με θέμα «Μια συνηθισμένη μέρα».
Ο Τοτός έγραψε:
Το πρωί ξυπνάω, πλένομαι, ντύνομαι, τρώω πρωϊνό, πηδάω τη βεράντα, πάω σχολείο, γυρνάω σπίτι, τρώω μεσημεριανό, κάνω τα μαθήματά μου, βλέπω τηλεόραση, τρώω βραδυνό και κοιμάμαι. Την επόμενη μέρα ξυπνάω, πλένομαι, ντύνομαι τρώω πρωινο, πηδάω τη βεράντα, πάω σχολείο, γυρνάω σπίτι, τρώω μεσημεριανό, κάνω τα μαθήματά μου, βλέπω τηλεόραση, τρώω βραδυνό και κοιμάμαι.
Μόλις το βλέπει αυτό η δασκάλα του Τοτού λέει οτι κάτι δεν πάει καλά και κρίνει ότι πρέπει να δει τους γονείς του Τοτού για να καταλάβει τι του συμβαίνει.
Αποφασίζει λοιπόν να πάει σπίτι του.
Φτάνει στο σπίτι και χτυπά το κουδούνι. Ανοίγει τη πόρτα μια κυρία.
– Καλησπέρα. Εσείς είστε ασφαλώς η μητέρα του Τοτού, λέει η δασκάλα.
– Όχι, εγώ είμαι η Βεράντα! λέει η κυρία.
– Τηλεφωνικό σέξ...
Ηταν ένας τύπος που ήθελε να κάνει αγοραίο έρωτα αλλά βαριόταν να πάει σε οίκο ανοχής και είπε να πάρει τηλέφωνο να του στείλουν μία στο σπίτι. Εκεί που παίρνει τηλέφωνο μπερδεύονται οι γραμμές και σηκώνει το τηλέφωνο μια καλόγρια λέγοντας: Εδώ Μονή.
Και ο άλλος απαντά: Εδώ Πότσος.
– Ο κουμπαράς...
Ένα ζευγάρι ονειρευόταν να κάνει ένα δεύτερο ταξίδι του μέλιτος στη Χαβάη. Επειδή όμως ήταν σπάταλοι και δεν μπορούσαν να μαζέψουν τα λεφτά, αποφάσισαν να αγοράσουν έναν κουμπαρά και, κάθε φορά που έκαναν έρωτα, να ρίχνουν μέσα ένα χιλιάρικο. Έτσι και έγινε. Πέρασε ένας χρόνος και είπαν να ανοίξουν τον κουμπαρά.
– Παράξενο, λέει ο σύζυγος. Κάθε φορά που κάναμε έρωτα, έριχνα στον κουμπαρά χιλιάρικο. Εδώ, όμως, βλέπω πάρα πολλά πεντοχίλιαρα και αρκετά δεκαχίλιαρα!
– Γιατί παράξενο; Νομίζεις πως όλοι οι άνδρες είναι τόσο τσιγκούνηδες όπως εσύ; απαντά με ύφος η γυναίκα του.
– Τα παπούτσια...
Ένας γέρος είχε σαν απωθημένο να πάρει παπούτσια από δέρμα τίγρης. Μια μέρα αφού κέρδισε το λαχείο πήγε και πήρε τα παπούτσια. Πάει σπίτι του και λέει στην γυναίκα του:
– Βλέπεις τίποτα διαφορετικό πάνω μου;
– Όχι, λέει η γυναίκα.
Πάει ο γέρος και βγάζει τα ρούχα του και λέει στην γριά:
– Τώρα βλέπεις τίποτα διαφορετικό;
– Όχι, λέει η γριά, η πούτσα σου πάντα ήταν κατεβασμένη.
Και λέει ο γέρος:
– Είναι κατεβασμένη για να σου δείχνει τα καινούρια μου παπούτσια.
Και λέει η γυναίκα:
– Και εσύ ρε κακομοίρη παπούτσια βρήκες να αγοράσεις, δεν μπορούσες να αγοράσεις καπέλο;
– Ε άμα βρώ...
Ένας άντρας πηγαίνει σε έναν σεξολόγο.
– Γιατρέ μου. Έχω πρόβλημα. Δεν γαμάω, του λέει.
– Καλά φίλε μου, του λέει ο γιατρός. Πάρε αυτά τα χάπια και έλα σε 1 εβδομάδα να μου πεις τι γίνεται.
Σε 1 εβδομάδα ο τύπος ξαναπηγαίνει.
– Τίποτε γιατρέ! Δεν γαμάω, του λέει.
– Δεν μπορεί, λέει ο γιατρός. Αυτά τα χάπια κάνουν και για γέρο 80 χρονών.
– Ελενα, πάρε τον κύριο πίσω από το παραβάν, λέει στη νοσοκόμα ο γιατρός.
Σε μία ώρα βγαίνει η νοσοκόμα σχεδόν σέρνοντας.
– Καλά ρε φίλε, με δουλεύεις; Εδώ κόντεψες να την πεθάνεις την νοσοκόμα. Τι δεν γαμάς μου λες; λέει ο γιατρός.
Και ο τύπος: Ε άμα βρώ γιατρέ, γαμάω.
– Το σαλάμι της αδερφής...
Μπαίνει μια αδερφή στο χασάπικο της γειτονιάς:
– Καλημέρα σας κύριε χασάπη. Θα με δώκετε καλέ ενα σαλάμι αέρος;
– Μμμμ, πόσο θες;
– Θα πάρω ολόκληρο το τεμάχιο, ευχαριστώ.
– Μμμμ, να το κόψω φέτες;
– Όχι καλέ, τι τον πέρασες τον κώλο μου, κουμπαρά;
– Το μεθύσι...
Ένας τύπος κάθεται στο μπαρ μόνος του. Παραγγέλνει όμως δύο ποτήρια ουϊσκι. Ο μπάρμαν παραξενεύεται λιγάκι, αλλά του τα σερβίρει. Πίνει μονορούφι το ένα και το άλλο το χύνει πάνω στο χέρι του. Πληρώνει τον μπάρμαν και παραγγέλνει άλλα δύο, από τα ίδια. Πίνει το ένα, το άλλο το χύνει στο χέρι του. Πληρώνει, και παραγγέλνει άλλα δύο, από τα ίδια. Το ένα το πίνει, το άλλο το χύνει πάνω στο χέρι του. Την πέμπτη φορά, ο μπάρμαν δεν αντέχει και τον ρωτά:
– Μεγάλε, αφού πληρώνεις, δεν έχω κανένα πρόβλημα, αλλά μπορείς σε παρακαλώ να μου πεις γιατί το κάνεις αυτό;
– Τι σου φαίνεται περίεργο; Απλώς, μεθάω την γκομενά μου.
– Το καψόνι...
Δύο φαντάροι κάνουν μια μαλακία και τους φωνάζει ο λοχίας και τους λέει:
– Λοιπόν για να μήν σας τιμωρίσω θα παίξουμε ένα παιχνίδι. Θα σας αφήσω στο δάσος και με τους άνδρες μου θα βγούμε να σας βρούμε. Αν σας πιάσουμε θα σας βάλουμε φυλακή.
Τους αφήνουν λοιπόν στο δάσος. Περνάνε 45 λεπτά και ακούγεται μια κραυγή. Μετά από λίγο ακούγονται και τα σκυλιά και βρίσκουν τους δυο φαντάρους. Στην φυλακή ρωτά ο ένας τον άλλον:
– Γιατί ρε φώναξες; Δε θα μας έβρισκαν αλλιώς!
– Άκου να δεις, του λέει ο άλλος. Βρίσκω έναν θάμνο και κρύβομαι, μετά από λίγο έρχεται ένα ερωτευμένο ζευγαράκι και λέει:
– Να ένας ωραίος θάμνος ας κατουρίσουμε.
– Δεν φώναξα, λέει ο φαντάρος.
Μετά από λίγο έρχεται άλλο ερωτευμένο ζευγαράκι και λέει:
– Να ένας ωραίος θάμνος ας σκαλίσουμε τα αρχικά μας.
– Ούτε τότε φώναξα, λέει ο φαντάρος.
Μετά από λίγο έρχονται δύο σκιουράκια και λέει το ένα στο άλλο:
– Να ένας ωραίος θάμνος έχει και δύο καρύδια. Πιάσε εσύ το ένα να πιάσω εγώ το άλλο. Ε, εκεί εγώ δεν άντεξα και φώναξα.
– Σώωωπα...
Είναι ένας τριαντάρης ο οποίος του αρέσει την ώρα που κάνει σεξ να συζητάει και για καθημερινά θέματα με την εκάστοτε παρτενέρ του. Κάποιο βράδυ λοιπόν ψωνίζει μια σαραντάρα σε ένα μπαρ. Την πηγαίνει σπίτι του και πάνω στην πράξη ξεχνά να βάλει προφυλακτικό...
– Πώς σε λένε κούκλα μου, αρχίζει το διάλογο κατά τη συνουσία.
– Μαρία, απαντά αυτή.
– Σώωωωπα. Και πως μια τόση όμορφη γυναίκα σαν εσένα Μαρία τριγυρίζει ελεύθερη στα μπαρ;
– Ψάχνω να βρω το ταίρι μου.
– Σώωωωπα. Δεν είναι δυνατόν. Δεν έτυχε μέχρι τώρα να σε συγκινήσει κάποιος;
– Πώς, αμέ! Υπήρξα και παντρεμένη.
– Σώωωωπα. Και τώρα;
– Δέν είμαι πιά.
– Σώωωωπα. Γιατί;
– Γιατί ο σύζυγός μου πέθανε.
– Σώωωωπα. Από τι πέθανε;
– Από AIDS.
– Ώωωωωωπα!
– Ο Ινδιάνος και το σέξ...
Μια φορά ήταν ένας ινδιάνος και ζήτησε από κάποιον πωλητή προφυλακτικών ένα προφυλακτικό. Τότε αυτός του δίνει την πιο άχρηστη μάρκα προφυλακτικών. Την επόμενη μέρα έρχεται ο ινδιάνος και του λέει:
– Ινδιάνο δυνατό, Ινδιάνα δυνατή, προφυλακτικό «μπούμ».
Τότε αυτός του δίνει τη μεσαία μάρκα προφυλακτικών αλλά ο Ινδιάνος ήρθε την άλλη μέρα και του είπε:
– Ινδιάνο δυνατό, Ινδιάνα δυνατή, προφυλακτικό «μπούμ».
Τότε αυτός του δίνει την καλύτερη μάρκα προφυλακτικών που είχε αλλά και πάλι την επόμενη μέρα ήρθε ο ινδιάνος και του είπε:
– Ινδιάνο δυνατό, Ινδιάνα δυνατή, προφυλακτικό «μπούμ».
Αυτός χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα άλλο του έδωσε ένα λάστιχο ένα ολόκληρο μέτρο. Την επόμενη έρχεται και πάλι ο ινδιάνος αλλά αυτή τη φορά του λέει:
– Ινδιάνο δυνατό, Ινδιάνα δυνατή, προφυλακτικό δυνατό, αρχίδια «μπούμ».
– Και εγώ...
Η γυναίκα του Μήτσου δεν έχανε ευκαιρία να τον κερατώνει. Έτσι και ένα πρωί που ο Μητσος έφυγε για τη δουλειά, η γυναίκα του τηλεφωνεί στον μαραγκό, στο υδραυλικό και στον μανάβη της γειτονιάς. Πάνω που αρχίζουν τα όργια, ανοίγει η πόρτα του διαμερίσματος και μπαίνει ο Μήτσος. Η γυναίκα του τρομαγμένη, κρύβει τον υδραυλικό στην τουαλέτα, τον μαραγκό στη ντουλάπα και τον μανάβη στο μπαλκόνι.
– Γυναίκα ξέχασα το κινητό και ήρθα να το πάρω, λέει ο Μήτσος. Θα το άφησα στο σακάκι που φορούσα χθες.
Ανοίγει την ντουλάπα και βλέπει τον μαραγκό.
– Τι κάνεις εσύ εδώ του λέει;
– Να, η γυναίκα σου με φώναξε να διορθώσω τους μεντεσέδες.
– Σε πλήρωσε;
– Οχι, θέλω 30 ευρώ.
– Πάρε 30 ευρώ.
Στη συνέχεια σκέφτεται:
Δεν ρίχνω και ένα κατούρημα μια που ήρθα σπίτι;
Πάει στην τουαλέτα και βλέπει τον υδραυλικό.
– Τι κάνεις εδώ, του λέει;
– Να, η γυναίκα σου με φώναξε να φτιάξω το καζανάκι.
– Σε πλήρωσε;
– Οχι, θέλω 30 ευρώ.
– Πάρε κι εσύ..
Ο μαραγκός από το μπαλκόνι βλέποντας αυτά τα πράγματα, τα` χασε. Οπότε χτυπάει το τζάμι για να του ανοίξουν. Ο Μήτσος του ανοίγει και του λέει:
– Τι θέλεις εδώ ρε;
Και ο μανάβης απαντά:
– Και εγώ γάμησα, δεν θα με πληρώσεις;
– Το ζευγάρι...
Ήταν ένα ζευγάρι όπου ο άνδρας έλεγε το μουνί της γυναίκας του «γραφομηχανή» και αυτή τον πούτσο του «μολύβι».
Λέει ο άνδρας στο μικρό παιδί του:
– Παιδάκι μου, πες στη μαμά ότι ο μπαμπάς θέλει την γραφομηχανή.
Πάει το παιδί, το λέει και η μαμά απαντάει:
– Πες στον πατέρα σου ότι η γραφομηχανή δεν μπορεί τώρα.
Το λέει στον πατέρα το παιδί, καλά λέει ο μπαμπάς.
Μετά από μια ώρα περίπου, φωνάζει η μάνα το παιδί:
– Μωρό μου, πες στον πατέρα σου ότι είναι έτοιμη η γραφομηχανή.
Πάει το λέει το παιδί και απαντάει ο πατέρας του:
– Πες στη μαμά, άστο, ο μπαμπάς το έγραψε με το χέρι.
– Η Παρθενοπιπίτσα...
Η παρθενοπιπίτσα πάει στο σπίτι ενός φίλου της, αλλά η μητέρα της τηλεφωνεί κάθε 5 λεπτά για να δει τι κάνουν.
– Εδώ Παρθενοπιπίτσα, αυτή τη στιγμή με κερνάει ένα ποτό.
Μετά από 5 λεπτά:
– Εδώ Παρθενοπιπίτσα, αυτή τη στιγμή ακούμε μουσική δίπλα στο τζάκι.
Μετά 5 λεπτά:
– Εδώ Παρθενοπιπίτσα, αυτή τη στιγμή αρχίζει να με φιλάει και πηγαίνουμε προς την κρεββατοκάμαρα και ... μπιπ!... μπιπ!...μπιπ!... κλείνει η γραμμή!
Η μητέρα συνεχίζει τα τηλεφωνήματα, αλλά κανείς δεν το σηκώνει...
– Τι να έγινε το παιδί μου; σκέφτεται απαρηγόρητη.
Περνούν 2 ώρες, οπότε η γραμμή ανοίγει και μια γυναικεία φωνή ακούγεται:
– Εδώ Πιπίτσα!
– Το στοίχημα...
Ήταν ένας άνθρωπος που είχε πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης στην οποία έμενε.
Μια μέρα τον συνάντησε ένας φίλος του και του λέει:
– Εντάξει ρε `συ έχεις πάει με όλες τις γυναίκες της πόλης μας αλλά αυτό δεν είναι και τόσο σπουδαίο. Με την βασιλοπούλα δεν θα μπορούσες να πας ποτέ.
– Πάμε ένα στοίχημα; λέει αυτός.
– Πάμε, του λέει ο φίλος του.
Την άλλη μέρα λοιπόν το πρωί πηγαίνει στο παλάτι και παρουσιάζεται σαν μάγειρας.
Τον βλέπει ο βασιλιάς και τον ρωτάει:
– Ποιος είσαι εσύ παιδί μου;
– Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
– Και πως σε λένε παιδί μου;
– Αχ, βασιλιά μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει λοιπόν ο βασιλιάς όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός λέει στον βασιλιά ψιθυριστά:
– Με λένε πούτσο.
– Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασιλιάς. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Μετά από λίγο κατέβηκε στην κουζίνα η βασίλισσα.
– Ποιος είσαι εσύ παιδί μου; τον ρωτάει.
– Ο καινούριος μάγειρας, απαντάει αυτός.
– Και πως σε λένε παιδί μου;
– Αχ, βασίλισσά μου, λέει πάλι αυτός, ο νονός μου μου `δωσε πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σας το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σας το πω.
Διώχνει λοιπόν η βασίλισσα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
– Με λένε μουνί.
– Α! Τι παράξενο όνομα! λέει τότε ο βασίλισσα. Εντάξει παιδί μου σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Τελευταία κατέβηκε στην κουζίνα κι η βασιλοπούλα. Τον ρωτάει λοιπόν κι αυτή:
– Ποιος είσαι εσύ;
– Ο καινούριος μάγειρας, της λέει αυτός.
– Και πως σε λένε;
– Αχ, βασιλοπούλα μου, λέει τότε αυτός, έχω πολύ παράξενο όνομα και ντρέπομαι να σου το πω μπροστά σε τόσο κόσμο. Να φύγει πρώτα ο κόσμος και μετά θα σου το πω.
Διώχνει λοιπόν ο βασιλοπούλα όλο τον κόσμο από την κουζίνα και τότε αυτός της λέει ψιθυριστά:
– Με λένε κεφτεδάκια.
– Α! Πράγματι το όνομά σου είναι πολύ παράξενο! λέει κι η βασιλοπούλα.
Εντάξει σου υπόσχομαι να μην το πω σε κανένα.
Πάει λοιπόν αυτός το βράδυ στο δωμάτιο της βασιλοπούλας κι αρχίζει να την ξεντύνει. Βάζει η βασιλοπούλα τις φωνές:
– Μαμά, μαμά με πειράζουν τα κεφτεδάκια.
– Τρελάθηκες παιδάκι μου τι είναι αυτά που λες;
– Όχι, μαμά δεν τρελάθηκα. Έλα και θα δεις.
Πηγαίνει η βασίλισσα στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι συμβαίνει κι εκείνη την στιγμή αυτός της τον είχε κιόλας χώσει. Τρομαγμένη η βασίλισσα φωνάζει τον βασιλιά:
– Βασιλιά έλα να δεις το μουνί είναι ανάμεσα στα σκέλια της κόρης μας.
– Ε, στη θέση του είναι ρε γυναίκα, τι φωνάζεις;
– Τρέξε, τρέξε βασιλιά να δεις.
Ανεβαίνει κι ο βασιλιάς στο δωμάτιο της βασιλοπούλας να δει τι γίνεται κι αυτός μόλις είχε τελειώσει την δουλειά του και ντυνόταν. Μόλις είδε τον βασιλιά πήδηξε από το παράθυρο. Φωνάζει τότε ο βασιλιάς στους φρουρούς:
– Φρουροί, πιάστε τον πούτσο. Τον πιάσατε;
– Ναι, απαντάνε όλοι μαζί οι φρουροί.
– Ωραία, λέει ο βασιλιάς. Βαράτε τον τώρα!
– Η ληστεία...
Μια μέρα μπαίνουν μέσα σε μια τράπεζα δύο τύποι και φώναζουν:
– Ψηλά τα χέρια, ληστεία.
Ο ένας ήταν το αφεντικό και ο άλλος ο βοηθός. Ξαφνικά λέει το αφεντικό στον βοηθό:
– Βάλτους όλους στην άκρη με τα χέρια ψηλά.
Εν το μεταξύ ανάμεσα στο πλήθος υπήρχε και μια γριούλα. Ο βοηθός απαντάει:
– Και τη γριούλα αφεντικό;
Και το αφεντικό απαντά:
– Και τη γριούλα μαλάκα.
Σε λίγο λέει:
– Πάρε από όλους ότι χρήματα έχουν πάνω τους και ότι πολύτιμο αντικείμενο.
– Και τη γριούλα αφεντικό;
– Και τη γριούλα μαλάκα.
Τέλος το αφεντικό προστάζει για τελευταία φορά το βοηθό:
– Στείσε όλες τις γυναίκες στον τοίχο για να έρθω να τις γαμήσω όλες από μπρός και από πίσω.
Και ο βοηθός:
– Και τη γριούλα αφεντικό;
Και η γριούλα:
– Και τη γριούλα μαλάκα.
– Ασπιρίνη...
Ο σύζυγος βγαίνει γυμνός απ` το μπάνιο και πάει κατευθείαν στο κρεβάτι, πού έχει ξαπλώσει ήδη η γυναίκα του. Πάει ν` αρχίσει τα ερωτικά παιχνίδια, αλλά η κυρία ισχυρίζεται, ως συνήθως, ότι έχει πονοκέφαλο.
– Άκου να δεις, της λέει αυτός. Τώρα που ήμουνα στο μπάνιο, πασπάλισα το πέος μου με σκόνη ασπιρίνης. Μπορείς λοιπόν να το πάρεις σαν χάπι, απ` το στόμα, ή σαν υπόθετο.
– Ο μαύρος και το τζίνι...
Ένας μαύρος είναι στη μέση της Σαχάρας και πεθαίνει απ` τη δίψα. Κάποια στιγμή συναντάει ένα τζίνι που του λέει:
– Μπορώ να σου πραγματοποιήσω 3 ευχές.
– Θέλω να με κάνεις άσπρο, να έχω άφθονο νερό και να βλέπω κώλους.
Και τον έκανε τουαλέτα.
– Η συνάντηση...
Δύο γνωστοί, συναντιούνται στον κάτω Κόσμο.
– Καλά, πώς πέθανες βρε Γιώργο;
– Άσε, γύρισα μία μέρα σπίτι, έπειτα από μια κοπιαστική μέρα στη δουλειά και είδα τη γυναίκα μου ολόγυμνη στο κρεβάτι μας. Αμέσως κατάλαβα, ότι ο εραστής της κρυβόταν κάπου μέσα στο σπίτι και άρχισα να ψάχνω παντού σαν τρελός. Στη ντουλάπα, στην αποθήκη, στην κουζίνα, κάτω από τις σκάλες, παντού. Τελικά, από τη σύγχυσή μου, που δεν μπορούσα να τον βρω, έπαθα ανακοπή και έμεινα στον τόπο. Σε `σένα πάλι, πώς έγινε και πέθανες;
– Εγώ πήγα από πνευμονία. Γιατί, αν την ώρα που έψαχνες την κουζίνα, άνοιγες και το ψυγείο ρε βλάκα, θα την είχαμε γλιτώσει και οι δυό μας.
– Το λουκάνικο...
Η μαμά δίνει τις τελευταίες οδηγίες στη κόρη της που ετοιμάζεται να βγει στο πρώτο της ραντεβού:
– Πρόσεχε κόρη μου γιατί αυτός, μόλις καθήσετε θα προσπαθήσει να σου πιάσει το στήθος. Εσύ όμως θα του πεις: Μη, έχει αγκάθια και αγκυλώνει. Μετά θα προσπαθήσει να σε χαϊδέψει στο μουνί σου. Εσύ όμως θα του πεις: Μη, είναι φούρνος και καίει. Εντάξει κόρη μου;
– Εντάξει μαμά, απαντάει η κόρη της.
Φεύγει λοιπόν για το ραντεβού και γυρίζει ξημερώματα.
– Τι έγινε κόρη μου; της λέει η μαμά.
– Μανούλα έγιναν όπως ακριβώς μου τα είπες. Στην αρχή πήγε να μου πιάσει το στήθος, αλλά του είπα: Μη, έχει αγκάθια και αγκυλώνει. Μετά προσπάθησε να μου χαϊδέψει το μουνί μου, αλλά του είπα: Μη, είναι φούρνος και καίει.
– Μπράβο κορίτσι μου, λέει η μαμά.
– Ναι μαμά αλλά μετά μου λέει αυτός: Έχω ένα λουκάνικο. Να το βάλω στο φούρνο να το ψήσω; Τι να σου πω μανούλα. Όλη τη νύχτα το έψηνε,το έψηνε και το ξαναέψηνε αλλά το πρωΐ που μου το έδωσε να το δοκιμάσω ακόμα ώμο ήταν...
– Ο σεξολόγος...
Μια γυναίκα συζητά με μια φίλη της:
– Άσε, έχω φοβερό πρόβλημα με τον άνδρα μου. Το κάνουμε μια φορά στις τόσες. Δεν του εξάπτω πλέον τη φαντασία και κοντεύω να σκάσω. Εσύ;
– Α, εγώ χρυσή μου είχα ακριβώς το ίδιο πρόβλημα, αλλά πήγα σ`ένα γιατρό, μα τι να σου λέω... Μέσα σε δυο μέρες, όλα πάνε τέλεια με μένα και τον άνδρα μου. Να, πάρε τη διεύθυνσή του και όλα θα διορθωθούν, μην ανησυχείς.
Πάει λοιπόν η γυναίκα στο ιατρείο του γιατρού, χτυπά την πόρτα, μπαίνει μέσα και δεν βλέπει κανένα. Εκεί που έκανε να φύγει, μπαίνει μέσα ένας άνδρας με άσπρη ποδιά.
– Αχ, γιατρέ μου ευτυχώς που ήρθατε! Με στέλνει μια φίλη μου που είχε πρόβλημα με τον άνδρα της...
– Μην ανησυχείτε, κυρία μου, περάστε στο κρεβάτι και γδυθείτε.
– Να το βγάλω... κι αυτό;
– Όλα, όλα μαντάμ!
Την ξαπλώνει στο κρεβάτι και της αλλάζει τα φώτα. Μόλις τελειώνουν, τη ρωτά:
– Λοιπόν, πώς σας φάνηκε κυρία μου;
– Ουάου, ήταν φοβερά! Όχι όμως τόσο καλά όσο μου έλεγε η φίλη μου...
– Μισό λεπτάκι..., της λέει και φωνάζει:
– Έ! Μήτσο, έλα μέσα, γιατί η κυρία δεν έμεινε ικανοποιημένη.
Μπαίνει στο ιατρείο τότε ένας μπρατσαράς με άσπρη ποδιά, την πλακώνει και... την κανονίζει.
Ύστερα τη ρωτά:
– Λοιπόν, πώς ήταν κυρία μου τώρα; Ικανοποιημένη;
– Καλά, μιλάμε ήταν συγκλονιστικά! Αλλά, όχι βέβαια τόοοοσο καλά όσο μου τα`λεγε η φίλη μου...
Και τότε της λένε και οι δυο:
– Τι να σας πούμε μαντάμ, περιμένετε τότε να έρθει ο γιατρός! Εμείς είμαστε οι μπογιατζήδες που βάφουμε το κτίριο.
– Οι προγαμιαίοι όροι...
Είναι ένα ζευγάρι αρραβωνιασμένο για 2 χρόνια περίπου. Τελικά αποφασίζουν να παντρευτούν. Κάθονται λοιπόν να συζητήσουν για το γάμο. Ο άντρας βαρύς κι ασήκωτος λέει στη γυναίκα:
– Κοίταξε γυναίκα, για να παντρευτούμε, εγώ θέτω 3 απαραίτητους όρους.
– Εντάξει, για πες τους, λέει η γυναίκα.
– Πρώτον, θέλω κάθε πρωί μόλις ξυπνάω, να βρίσκω το καφεδάκι μου έτοιμο, ζεστό πάνω στο τραπέζι, ανεξάρτητα αν το πιώ ή όχι
– Δεύτερον, θέλω κάθε μεσημέρι που θα γυρίζω από τη δουλειά να βρίσκω έτοιμο και ζεστό το φαϊ μου, ανεξάρτητα αν θα το φάω ή όχι.
– Τρίτον, θέλω κάθε βράδυ που θα γυρίζω από το καφενείο να βρίσκω έτοιμες τις παντόφλες μου μπροστά στο καναπέ με τη τηλεόραση ανοιχτή, ανεξάρτητα αν τις φορέσω ή όχι.
– Εντάξει, λέει η γυναίκα, τους δέχομαι τους όρους σου. Εγώ μόνο έναν μικρό όρο βάζω.
– Ωραία, λέει ο άνδρας, πες τον.
– Το γαμήσι αρχίζει κάθε βράδυ στις 23:00 είτε είσαι εσύ εκεί είτε όχι!
– Μαγκάιβερ...
Πέντε μήνες προσπαθούσε ένας να πείσει τη γκόμενά του να κάνουν σεξ και δεν τα κατάφερνε. Επιτέλους μια νύχτα, εκείνη δέχτηκε, με τον όρο όμως να χρησιμοποιήσουν προφυλακτικό. Βάζει λοιπόν ένα προφυλακτικό και πάει να της τον χώσει. Εκείνη όμως τον σταματά:
– Στάσου! Κι αν τρυπήσει το προφυλακτικό και μείνω έγγυος, τι θα κάνουμε; Βάλε κι άλλο.
Τι να κάνει, βάζει και δεύτερο προφυλακτικό, πάει να τη γαμήσει, αλλά τον σταματά ξανά:
– Στάσου! Κι αν τρυπήσει και το δεύτερο και μείνω έγγυος, τι θα γίνει; Βάλε κι άλλο.
Βάζει όλο το κουτί και πάει να της τον βάλει, αλλά πάλι στοπ.
– Κι αν τρυπήσουν όλα τα προφυλακτικά και κάνω παιδί, τι θα γίνει;
– Καλά, της λέει, πάρε και αντισυλληπτικά.
Παίρνει 5–6 χάπια, οπότε πάνε να αρχίσουν... Και πάλι όμως σταματούν:
– Στάσου! Κι αν δεν ενεργήσουν τα χάπια και μείνω έγγυος και γεννηθεί το παιδί, πές μου πώς θα το ονομάσουμε;
Κι εκείνος της απαντά:
– Ε άμα βγεί και από δω μέσα, Μαγκάϊβερ...
– Ο μάντης...
Ήταν ένας τύπος που έψαχνε για δουλειά.Βλέπει μια πινακίδα που λέει «Γίνε μάντης». Μπαίνει μέσα βλέπει μια γυναίκα και της λέει ότι θέλει να γίνει μάντης. Η γυναίκα τον ρωτάει ποιόν τρόπο θέλει να ακολουθήσει, τον γρήγορο ή τον αργό;
Tο γρήγορο απαντά εκείνος. Η γυναίκα του λέει να προχωρήσει μπροστά και θα δεί μια όμορφη γυναίκα και αυτή θα του πει τι να κάνει.
Προχωράει μπροστά και βλέπει την γυναίκα. Αυτή του λέει να βγάλει το παντελόνι του και να προχωρήσει ίσια.
Μετά από λίγο συναντά πάλι μια γυναίκα και του λέει:
– Βγάλε την μπλούζα σου και προχώρα ίσια.
Βλέπει ξανά μια γυναίκα και του λέει:
– Βγάλε το φανελάκι σου και προχώρα ίσια.
Προχωρά και βλέπει έναν μαύρο άντρα. Αυτός του λέει:
– Βγάλε το βρακί σου, ξάπλωσε στο κρεβάτι και θα έρθει.
– Ο τύπος, τότε, σκέφτεται για λίγο και λέει:
– Κάτσε ρε φίλε, σε λίγο θα με γαμήσετε κι όλας;
– Μάντης είσαι; του απαντά ο μαύρος.
– Τι να έκανε...
Ένα ζευγάρι αποφάσισε να κάνουν διακοπές ξεχωριστά, αλλού ο άνδρας και αλλού η γυναίκα. Ορκιστήκανε ότι θα ήταν πιστός ο ένας στον άλλον. Τελειώνουν οι διακοπές και γυρίζουν. Λέει ο άνδρας στην γυναίκα:
– Μωρό μου, τι να σου πώ, βρήκα εκεί που ήμουν μια κοπέλα, γλύκα, και με γούσταρε πολύ, με κάλεσε στο δωμάτιο της, για μια στιγμή έχασα τα μυαλά μου, ξεντυθήκαμε, ξάπλωσε αυτή, μόλις έπεσα πάνω της, σκέφτηκα εσένα και σηκώθηκα, ντύθηκα και έφυγα. Εσύ πως τα πέρασες;
– Άχ! τι να σου πώ, λέει η γυναίκα, τα ίδια περίπου κι εγώ με την διαφορά ότι όταν σε σκέφτηκα εσένα και ήθελα να σηκωθώ, ήμουνα από κάτω και δεν μπορούσα να σηκωθώ.
– Τα αυγά...
Ένα ζευγάρι μετά από 20 χρόνια γάμου αποφασίζει να κάνει αποκαλύψεις για τις απιστίες τους όλα αυτά τα χρόνια.
– Με απάτησες ποτέ όλα αυτά τα χρόνια; ρωτάει ο άντρας.
Θυμάσαι όταν παντρευτήκαμε που σου είπα να μην ανοίξεις το κουτί που είναι κάτω από το κρεβάτι μας; ρωτάει η γυναίκα.
– Ναι, απαντά ο άντρας.
– Άνοιξέ το τώρα.
– Το ανοίγει και βλέπει 3 αυγά και 9.000 ευρώ.
– Τι είναι αυτά; τη ρωτάει.
– Κάθε φορά που σε απατούσα έβαζα και ένα αυγό στο κουτί.
– Σιγά, σκέφτηκε ο άντρας, μόνο τρεις φορές και εγώ την έχω κερατώσει 8; και στη συνέχεια τη ρωτάει:
– Τα λεφτά τι είναι;
– Να κάθε φορά που μαζευόταν ντουζίνα τα πουλούσα και κρατούσα τα λεφτά.
– Το μαχαίρι...
Το αντρόγυνο είχε κάβλες και θέλαν οπωσδήποτε να κάνουνε σεξ,αλλά χωρίς να το καταλάβουν τα παιδιά. Σκέφτονται,σκέφτονται και στο τέλος βρίσκουν την λύση. Ο άντρας θα είναι στο μπάνιο για να φτιάξει τον νυπτήρα και η γυναίκα θα κοπεί με το μαχαίρι. Έπειτα ο άντρας θα την φωνάξει για να της βάλει επίδεσμο και καλά... και θα κάνουν έρωτα μέσα στο μπάνιο. Πάει λοιπόν ο άντρας στο μπάνιο, έκοβε και η γυναίκα την σαλάτα. Ξαφνικά η γυναίκα βγάζει μια κραυγή από το κόψιμο, ο άντρας την φωνάζει στο μπάνιο για να της βάλει επίδεσμο. Μπαίνει η γυναίκα στο μπάνιο, κλείνουν την πόρτα και αρχίζουν να κάνουν έρωτα.
Ο μικρός τους γιος που ήταν περίεργος, κοίταζε από την κλειδαρότρυπα. Τον βλέπει και ο μεγάλος που ήταν πρόσκοπος και του αστράφτει μια σφαλιάρα.
Τότε λοιπόν ο μικρός λέει κλαίγοντας στον μεγάλο του αδερφό:
– Εσύ που παίζεις με τα μαχαίρια, βλάκα, πρόσεξε να μην κοπείς γιατί θα σε γαμήσει ο μπαμπάς.
– Ένας εβδομηντάχρονος στον ιατρό...
Πάει ένας εβδομηντάχρονος στο γιατρό για εξέταση στο σπέρμα του και τη σεξουαλική ικανότητά του.
Ο γιατρός του δίνει ένα βαζάκι και του λέει να βάλει μέσα ένα δείγμα από το σπέρμα του και την επόμενη μέρα να του το επιστρέψει για να το εξετάσει.
Φεύγει λοιπόν ο γεράκος και την άλλη μέρα πηγαίνει στο γιατρό με το βαζάκι άδειο και απείραχτο.
– Τί έγινε του λέει ο γιατρός;
– Γιατρέ μου άστα! Δοκίμασα με το δεξί μου χέρι αλλά τίποτε. Δοκίμασα με το αριστερό και πάλι τίποτε. Δοκίμασα με τα δύο, τα ίδια. Μετά ήρθε η γυναίκα μου δοκίμασε και αυτή με το αριστερό τίποτε. Δοκίμασε με το δεξί αλλά τίποτε. Με τα δύο και πάλι τίποτε. Δοκιμάζει με το στόμα τζίφος. Αναγκάστηκα λοιπόν να φωνάξω την γειτόνισσα.
– Τί λέτε κύριέ μου, φωνάξατε και την γειτόνισσα; Λέει ο γιατρός
– Έ γιατρέ τι να έκανα; Δοκίμασε και η γειτόνισσα με το αριστερό τίποτε. Με το δεξί τίποτε. Με τα δύο πάλι τίποτε. Με το στόμα, τίποτε.
– Μη μου πείτε, δοκίμασε η γειτόνισσα και με το στόμα; λέει ο γιατρός.
– Βεβαίως γιατρέ αλλά αυτό το άτιμο το καπάκι δεν άνοιγε με τίποτε.
– Το πρόβλημα...
Κατεβαίνει μια φορά ένας άβγαλτος χωριάτης στην αθήνα και μεταξύ των άλλων σκέφτεται να επισκέφτει και ένα από τα φημισμένα μπουρδέλα. Πηγαίνει λοιπόν σε ένα και ρωτάει την τιμή.
– Αρχίζουμε από 20 και φτάνουμε μέχρι τα 100 ευρώ, του απαντάει η τσατσά.
– Δεν είμαστε καλά, πού να τα βρω τόσα λεφτά; λέει και φεύγει.
Πάει σε ένα πιο κάτω, ρωτάει τα ίδια, η πιο φτηνή στάση έκανε 20 ευρώ. Γυρίζει 2–3 ακόμα παντού η ίδια ακρίβεια. Απογοητευμένος φεύγει και πάει σ` ένα συγχωριανό του, που έμενε καιρό στην Αθήνα να τον συμβουλευτεί. Πράγματι αυτός του δίνει μια διεύθυνση. Την επόμενη μέρα, λοιπόν, πρωί–πρωί πάει σε εκείνο το σπίτι και χτυπάει το κουδούνι. Εμφανίζεται μια ψηλή, ξανθιά κουκλάρα.
– Η Τζένη; τις κάνει.
– H ίδια.
– Πόσο πάει το γαμήσι;
– 5 ευρώ και κερνάω και μπύρα.
– Ααα ωραία, επιτέλους.
– Μόνο που υπάρχει ένα πρόβλημα.
– Τί πρόβλημα;
– Δεν έχω κλειτορίδα.
– Αυτό είναι; Δεν πειράζει. Πιάσε μια μπύρα!
– Κινέζικα βασανιστήρια...
Ήταν μια φορά ένα αεροπλάνο, που πετούσε πάνω από τα Ιμαλάια, όταν ξαφνικά έπαθε βλάβη και έπεσε στην κορυφή του βουνού. Ένας από τους επιβάτες ξύπνησε σε ένα μοναστήρι και βλέπει από πάνω του ένα μάτσο μοναχούς. Ξεπροβάλλει ο αρχηγός τους, ο οποίος του λέει:
– Φίλε μου, θα σε ταΐσουμε, θα σε ποτίσουμε, θα σε περιποιηθούμε μέχρι να γίνεις καλά, αρκεί να μην βεβηλώσεις την παρθένα κόρη μου. Αλλιώς θα υποστείς τα τέσσερα κινέζικα βασανιστήρια...
– Εντάξει, λέει ο τύπος.
Την επόμενη μέρα λοιπόν, καθώς έκανε την βόλτα του στον κήπο του μοναστηριού, βλέπει μπροστά του την πανέμορφη, κούκλα κόρη του αρχηγού. Ε δεν άντεξε, και με διάφορες γαλυφιές κλπ. την κουτούπωσε!
Ξυπνάει λοιπόν την επόμενη μέρα αλυσοδεμένος στην στέγη του μοναστηριού, δίπλα από έναν τεράστιο γκρεμό. Διαβάζει μια ταμπέλα που λέει: 1ο Κινέζικο Βασανιστήριο: Τα χέρια σου είναι δεμένα με αλυσίδες... Μόλις το αντιλαμβάνεται αυτό ο τύπος ξεσπάει σε γέλια, σκέφτοντας ότι αυτά για αυτόν είναι παιχνιδάκι. Οπότε με μια κίνηση, Τσούπ... σπάει τις αλυσίδες.
Ύστερα, κοιτώντας πιο κάτω, βλέπει μια τεράστια κοτρόνα και μια ταμπέλα που λέει: 2ο Κινέζικο Βασανιστήριο: Μια πέτρα είναι πάνω στην κοιλιά σου... Ξεσπά ξανά σε γέλια, και με την ίδια ευκολία σηκώνει την πέτρα και την πετάει στον γκρεμό.
Κάτω όμως από την πέτρα βλέπει ένα άλλο ταμπελάκι που λέει: 3ο Κινέζικο Βασανιστήριο: Το αριστερό σου αρχίδι είναι δεμένο πάνω στην πέτρα... Φυσικά, για να... σώσει την οικογένεια, πηδάει στον γκρεμό, όπου και βλέπει μια άλλη ταμπέλα που γράφει:
4ο Κινέζικο Βασανιστήριο: Το άλλο σου αρχίδι είναι δεμένο πάνω στην στέγη!
– Η αγωνία του Κορκολή...
Η 14χρονη γυναίκα του Κορκολή είναι έγκυος και ήρθε η στιγμή να γεννήσει. Μετά τη γέννα βγαίνει ο γιατρός από την αίθουσα τοκετού. Ο Κορκολής με αγωνία:
– Γιατρέ μου, πείτε μου πότε θα μπορώ να έχω σεξουαλική επαφή;
Και ο γιατρός:
Εεε... μόλις περπατήσει!
– Ο πιο αργός...
Μια κυρία πηγαίνει σε ένα μπουρδέλο για γυναίκες και ζητάει απο την τσατσά έναν άντρα που αργεί να τελιώσει.
– Α! τις λέει η τσατσά θα σου στείλω τον Τάκη είναι πολύ αργός, θα κατα ευχαριστηθείς.
Πηγαίνει με τον Τάκη την κουτουπώνει για 2 ώρες αλλα αυτή επιμένει να της στείλουν έναν ακόμα πιο αργό άντρα.
– Α! της λέει η τσατσά θα σου στείλω τον Γιάννη, μιλάμε θα σε μουρλάνει.
Πηγαίνει η κυρία με τον Γιάννη την κουτουπώνει για 4 ώρες αλλα αυτή ακόμα επιμένει για έναν πιο αργό άντρα.
– Χμ! της λέει η τσατσά, για την περίπτωσή σου μου μένει μόνο μια λύση. Θα σου στείλω αύριο τον Μητσάρα.
Περιμένει σ`ένα ξενοδοχείο η κυρία τον Μητσάρα και να, εμφανίζεται ένας και γαμώ τυπάκος ντυμένος με μια κουστουμιά Αρμάνι των 3.000 ευρώ.
Γδύνεται λοιπόν, αρπάζει τα ρούχα του τα πετάει μέσα στο τζάκι και ορμάει στην κυρία. Αυτή τα χάνει και του λέει.
– Καλά ρε Μητσάρα πέταξες τόσο ακριβά ρούχα στο τζάκι; Κρίμα είναι.
Και αυτός της απαντά:
– Όταν τελειώσει ο Μητσάρας, αυτά θα είναι ντεμοντέ!
– Οι Εραστές...
Είναι η γυναίκα στο κρεβάτι με τον εραστή, οπότε χτυπάει το τηλέφωνο. Το σηκώνει αυτή και μετά από λίγα λεπτά το κλείνει.
– Ποιος ήταν; ρωτάει ο εραστής.
– Ο άντρας μου ήταν. Λέει ότι θα αργήσει λιγάκι γιατί είναι με εσένα στο καφενείο και παίζει τάβλι!
– Το σπίτι που...
Ο Μπόμπος με τον πατέρα του, είχαν πάει βόλτα στην πόλη. Ο Μπόμπος, ήταν μικρός και ρωτούσε συνέχεια τον μπαμπά του για τα διάφορα που έβλεπε.
– Μπαμπά, τί είναι αυτό;
– Νοσοκομείο είναι παιδί μου, του απαντούσε ο μπαμπάς του.
– Μπαμπά, τί είναι εκείνο;
– Σχολείο είναι παιδί μου.
Κάποια στιγμή, πέρασαν και από ένα οίκο ανοχής.
– Μπαμπά τί είναι αυτό; ρωτάει ο μικρός.
– Αυτό, είναι το σπίτι που ευφραίνονται.
Την άλλη μέρα ο Μπόμπος το σκάει από το σπίτι του και πάει στον οίκο ανοχής. Μπαίνει μέσα και λέει:
– Ήρθα να ευφρανθώ!
– Όχι, είσαι μικρός του απαντάει η υπάλληλος.
– Όχι δεν φεύγω, λέει ο Μπόμπος.
– Καλά, του λέει αυτή, θέλεις μια φέτα με μέλι;
– Θέλω, λέει αυτός και την τρώει.
– Άλλη θες;
– Θέλω!
– Τρίτη θέλεις;
– Θέλω, λέει ο Μπόμπος όμως δεν μπόρεσε να την φάει και γλύφει μόνο το μέλι. Στο μεταξύ ο πατέρας του είχε τρελαθεί να τον ψάχνει. Στο τέλος τον βρίσκει έξω από τον οίκο ανοχής.
– Μπόμπο! Τι έκανες εκεί μέσα;
Και ο Μπόμπος:
– Πατέρα, τις δύο τις κατάφερα! Την τρίτη... της πάτησα ένα γλύψιμο...
– Ο λαγός και η τίγρης...
Ήταν μια φορά ένας λαγός και ήθελε να γαμήσει την τίγρη. Πηγαίνει στο σπίτι της, χτυπάει την πόρτα και απαντούν τα τιγράκια.
Τιγράκια: Ποιός είναι;
Λαγός: Αφήστε τα αυτά και πέστε μου αν είναι η μάνα σας εδώ.
Τιγράκια: Όχι.
Λαγός: Φτού γαμώτο και είχα όρεξη.
Πήγαίνει και την άλλη και την μεθεπόμενη μέρα ο λαγός στο σπίτι της τίγρης, αλλά πάντα αυτή έλειπε.
Μια μέρα, είπαν τα τιγράκια τι συνέβαινε στη μάνα τους και αυτή νευρίασε. Έμεινε λοιπόν μια μέρα στο σπίτι, να περιμένει το λαγό.
Έρχεται την άλλη μέρα ο λαγός και πριν προλάβει να χτυπήσει το κουδούνι, ανοίγει η τίγρης την πόρτα και τον παίρνει στο κυνήγι. Ενώ έτρεχε ο λαγός, περνάει κάτω από μια ρίζα δέντρου. Προσπαθεί να περάσει η τίγρης και σφηνώνει. Τη βλέπει ο λαγός, πάει από πίσω της και κάνει τη δουλειά του. Όταν τελειώνει, της λέει:
– Μπορούσα και στο σπίτι, αλλά ήταν τα παιδιά.
– Ο γαμπρός...
Μια λευκή φοιτήτρια κατά τη διάρκεια μιας εκδρομής στην Αφρική ερωτεύεται ενα μαύρο ιθαγενή και τον παίρνει μαζί της στην Αμερική. Μετά απο λίγο καιρό τον καλεί σπίτι της σαν υποψήφιο γαμπρό να τον γνωρίσει στους γονείς της.
Ο πατέρας της θέλοντας να τον αποφύγει του λέει:
– Θα σου δώσω τη κόρη μου αν μου κάνεις 3 πράγματα που θα σου ζητήσω.
Ο μαύρος που αγαπούσε τρελά τη κοπέλα συμφώνησε. Λοιπόν του λέει ο μέλλων πεθερός το πρώτο πράγμα που θέλω ειναι να μου φέρεις σκοτωμένο το τεράστιο λιοντάρι που ζεί στη χώρα σου, σκεφτόμενος ότι ο μαύρος στην προσπάθεια του να το σκοτώσει ίσως να πέθαινε.
Ο μαύρος τότε του λέει:
– Ιγκό αγκαπώ κόρη σου, για χάρη της φέρει λιοντάρι.
Αφού έφυγε για μερικές μέρες γύρισε πίσω με το τομάρι του λιονταριού. Ο πεθερός τότε αφού είδε ότι ο μαύρος ήταν αποφασισμένος σκέφτηκε για δεύτερη χάρη να του ζητήσει κάτι πιο δύσκολο. Tου είπε να πάει στα βάθη της Ινδίας και να του φέρει το μεγαλύτερο ρουμπίνι του κόσμου.
Ο μαύρος τότε του λέει:
– Ιγκό αγκαπώ κόρη σου, για χάρη της φέρει ρουμπίνι.
Αφού εξαφανίζεται πάλι, επιστρέφει μετά από μερικές μέρες με ένα ρουμπίνι σαν αυγό στρουθοκαμήλου. Δεύτερη αναπάντεχη έκπληξη για τον πεθερό που κάθεται και σκέφτεται πολύ σοβαρά τη τρίτη και τελευταία χάρη που θα ζητήσει απο τον μαύρο για να τον ξεφορτωθεί.
Αφού λοιπόν σκέφθηκε πολύ του λέει:
– Αν θέλεις τη κόρη μου πρέπει η ψωλή σου να είναι ένα μέτρο, σκεφτόμενος προφανώς ότι ήταν αδύνατο ο μαύρος να την είχε ένα μέτρο.
Όταν ο μαύρος γαμπρός άκουσε αυτό που του ζητούσε ο μέλλων πεθερός του, έπεσε σε βαθύ συλλογισμό. Ο πεθερός τότε καταχάρηκε.
Επιτέλους τον ξεφορτώθηκα τον αράπη σκέφθηκε, δεν πρόλαβε όμως να χαρεί γιατί ο μαύρος μετά από πολύ σκέψη του είπε:
– Ιγκό αγκαπώ πολύ κόρη σου για χάρη της κόψει μισό μέτρο!
– Το ψέμμα...
Ήταν ένα ζευγάρι παντρεμένο είκοσι χρόνια και ποτέ, μα ποτέ δεν είχαν ανοίξει το φώς όταν έκαναν έρωτα! Μια μέρα η γυναίκα ξαφνικά ανοίγει το φως την ώρα που έκαναν έρωτα και βλέπει τον άντρα της να κρατά έναν δονητή, η γυναίκα παθαίνει σοκ και του λέει:
– Δικαιολόγησε μου αυτό που κρατάς και από ότι καταλαβαίνω, εδώ και είκοσι χρόνια. Και αυτός της απαντάει:
– Και εσύ δικαιολόγησέ μου τα δύο παιδιά που έχουμε!
– Το διαζύγιο...
Το παντρεμένο ζευγάρι ταξιδεύει στην εθνική οδό με 80 χμ./ώρα. Καθώς οδηγεί ο σύζυγος, γυρίζει η σύζυγος και του λέει:
– Γλυκέ μου είμαστε παντρεμένοι 10 χρόνια και θέλω διαζύγιο.
Ο σύζυγος δε λέει τίποτα και αυξάνει την ταχύτητα του αυτοκινήτου σε 100 χμ./ώρα. Αυτή συνεχίζει λέγοντας:
– Δε θέλω να αρνηθείς, γιατί τα έχω με τον καλύτερο σου φίλο, και είναι πολύ καλύτερος εραστής από εσένα.
Ο σύζυγος παραμένει αμίλητος αλλά αυξάνει την ταχύτητα σε 120 χμ./ώρα.
– Θέλω το σπίτι, συνεχίζει αυτή. Και η ταχύτητα αυξάνει στα 140 χμ./ώρα.
– Θέλω τα παιδιά, όλες τις πιστωτικές κάρτες και τους κοινούς τραπεζικούς λογαρισμούς μας. Η ταχύτητα του αυτοκινήτου έχει φτάσει στα 200 χμ./ώρα...
– Εσύ τι θα κρατήσεις; και ο σύζυγος κατευθυνόμενος πλέον με ταχύτητα 220 χμ./ώρα, στα ακρόμπαρα του δρόμου, της απαντά:
– Έχω ό,τι ακριβώς χρειάζομαι. Τον αερόσακο.
– Το θέμα...
Γυρίζει ο άντρας τρεκλίζοντας, τρείς η ώρα τα χαράματα. Μπαίνοντας στο υπνοδωμάτιο βλέπει τη γυναίκα του στο κρεβάτι με έναν άλλο. Αυτή πετάγεται σαν ελατήριο :
– Πού γύριζες, τέτοια ώρα;
– Ποιός είναι αυτός ρέ! Τι δουλειά έχει στο κρεβάτι μαζί σου;
– Μή πάς να αλλάξεις θέμα! Πού γύριζες τέτοια ώρα;
– Το ποτάκι...
Τύπος σε γκόμενα αφού την έχει πάει σπίτι του μετά από ραντεβού :
– Να βάλω ένα ποτάκι;
– Και δε βάζεις.
– Να βάλω ουίσκι;
– Και δε βάζεις.
– Να βάλω δυο δάχτυλα;
– Ε κάτσε να πιούμε πρώτα το ποτάκι.
– Ο Πρώτος...
Άντρας ρωτάει την γυναίκα πάνω στο σεξ :
– Πές μου μωρό μου, είμαι ο πρώτος σου;
– Μπορεί, κάτι μου θυμίζει η φάτσα σου.