Ποντιακά
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος ρολογάς;
Ήρθε η ώρα του.
– Γιατί οι Πόντιοι πάνε επτά επτά;
Για να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα.
– Τι περιμένει ένας Πόντιος έξω από έναν οίκο ανοχής;
Να ανάψει πράσινο.
– Πώς πέθανε ο πρώτος Πόντιος δράκουλας;
Είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη.
– Γιατί οι Πόντιοι όταν δίνουν εξετάσεις κρατάνε ομπρέλα;
Για να μην τα κάνουν μούσκεμα.
– Γιατί οι Πόντιοι κρεμούν σκουλαρίκια στους τοίχους;
Γιατί και οι τοίχοι έχουν αυτιά.
– Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια μπάλα;
Την εκτέλεσαν σε πέναλτι.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος δικηγόρος;
Τον έπνιξε το δίκιο του.
– Πώς καταλαβαίνουμε ότι αυτός που έκλεψε το σούπερ μάρκετ είναι Πόντιος;
Κλέβει τα δωρεάν δείγματα.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος ορειβάτης;
Άφησε το σχοινί για να ξύσει τη μύτη του.
– Γιατί οι Πόντιοι βάζουν τη σόμπα στη μέση του δωματίου;
Για να έχουν κεντρική θέρμανση.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος εφευρέτης;
Του καρφώθηκε μια ιδέα στο κεφάλι.
– Γιατί οι Πόντιοι φυτεύουν στις αυλές τους κληματαριές;
Για να αλλάζουν κλίμα.
– Γιατί οι Πόντιοι όταν κατουράνε ανεβαίνουν πάνω σε ένα δέντρο;
Για να ακούσουν πώς κελαϊδάει το πουλάκι τους.
– Πώς πέθανε η τελευταία πόντια γεροντοκόρη;
Έπεσε από το ράφι.
– Πώς πιάστηκε ο τελευταίος Πόντιος έμπορος ναρκωτικών;
Έκανε εγκαίνια στο μαγαζί του.
– Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια γυμνάστρια;
Έκανε την άσκηση της γέφυρας και την ανατινάξανε.
– Με ποιόν τρόπο ένας Πόντιος λαδώνει μια πόρτα;
Με 50 ευρώ.
– Γιατί οι Πόντιοι δε πλένονται από τη μέση και κάτω;
Για να μη σβήσουν αυτούς που έχουν γραμμένους.
– Γιατί οι Πόντιοι χτυπούν τα χταπόδια κάτω;
Για να τους μαρτυρήσουν πού κρύβονται τα άλλα.
– Πώς λέγεται το αυτοκίνητο των Ποντίων που κουβαλάει τούβλα;
Σχολικό.
– Πώς χρεωκόπησε ένας Πόντιος επιχειρηματίας;
Άνοιξε ινστιτούτο αδυνατίσματος στην Αιθιοπία.
– Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια αρκούδα;
Αντί να πέσει σε χειμερία νάρκη έπεσε σε Γερμανική.
– Σε τι διαφέρει ένα Ποντιακό εκτελεστικό απόσπασμα;
Έχει κυκλική διάταξη.
– Γιατί οι Πόντιες μόλις γεννήσουν παιδιά τα χτυπούν στο κώλο;
Για να μην γίνουν κωλόπαιδα.
– Πώς πέθανε ο τελαυταίος Πόντιος μαθηματικός;
Χάθηκε στο άπειρο.
– Γιατί οι Πόντιοι όταν κάθονται στο μπαλκόνι του σπιτιού τους κρατάνε όπλο;
Για να σκοτώνουν την ώρα τους.
– Γιατί οι τυφλοί Πόντιοι λούζονται με Ultrex;
Γιατί η διαφήμηση λέει: Λούσου με Ultrex και θα δείς.
– Γιατί οι Πόντιοι πριν πάνε να πολεμήσουν βάζουν τα όπλα τους στο ψυγείο;
Για να σκοτώνουν εν ψυχρώ.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος καπετάνιος;
Σταμάτησε η μηχανή και κατέβηκε να σπρώξει.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος φορτηγατζής;
Του είπαν ότι έχει ωραίο φορτηγό και το πήρε πάνω του.
– Γιατί οι Πόντιοι κυνηγάνε το πρωί τα κουνούπια;
Για να πάρουν το αίμα τους πίσω.
– Ποιος είναι ο πιο γνωστός Πόντιος;
O Πιλάτος.
– Γιατί οι Πόντιοι φορούν μυτερά παπούτσια;
Για να σκοτώνουν τις κατσαρίδες στις γωνίες.
– Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια ιερόδουλη;
Έμαθε ότι οι άλλες πληρώνονται κιόλας.
– Γιατί οι Πόντιοι κρύβονται πίσω από τα λάχανα;
Για να μην τους πιάνουν στα πράσα.
– Γιατί οι Πόντιες δεν τρώνε μήλα;
Γιατί θέλουν να παντρευτούν γιατρό.
– Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια γάτα;
Πήγε σε σκυλάδικο.
– Γιατί οι Πόντιοι όταν γεννήσει δίδυμα η γυναίκα τους, παίρνουν το όπλο;
Για να σκοτώσουν τον άλλο πατέρα.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος μαφιόζος;
Τον πλήρωσαν για να δολοφονήσει τον εαυτό του.
– Γιατί ο Πόντιος καπετάνιος παίρνει πάντα στα ταξίδια του ένα αλέτρι;
Για να οργώνει τις θάλασσες.
– Πώς πέθανε το τελευταίο πόντιο φίδι;
Δηλητηριάστηκε.
– Πώς πέθανε το τελευταίο πόντιο ψάρι;
Πνίγηκε.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος τυχερός;
Τον πλάκωσαν τα κέρδη των ονείρων του.
– Γιατί οι Πόντιοι στο σινεμά διαλέγουν τα τελευταία καθίσματα;
Γιατί γελάει καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος.
– Γιατί οι Πόντιοι μαθητές βάζουν το κεφάλι τους κάτω από τη βρύση;
Για να λένε το μάθημα νεράκι.
– Γιατί οι Πόντιοι πέρνουν γλυκά στον ύπνο τους.
Για να βλέπουν γλυκά όνειρα.
– Τι περιμένει ένας Πόντιος έξω από μια πιτσαρία στις 15:00;
Μετά τις τρείς η μια πίτσα είναι δώρο.
– Γιατί οι Πόντιοι κυκλοφορούν με τηγάνια στα χέρια τους;
Για να ψήνουν τις γκόμενες.
– Γιατί οι Πόντιοι πριν κλάσουν κατουράνε;
Για να μή σηκώσουν σκόνη.
– Πώς λέμε δυο Πόντιους που παίζουν κρυφτό;
Αγνοούμενους.
– Γιατί οι Πόντιοι γιορτάζουν μόνο τα γενέθλια του γιού τους, παρά της κόρης τους;
Γιατί το τραγούδι λέει happy birthday του γιού.
– Γιατί οι Πόντιοι μόλις πάνε βόλτα βάζουν ένα μαχαίρι στην ζώνη τους;
Για να κόβουν κίνηση.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος μετεωρολόγος;
Έπεσε από τα σύννεφα.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος ηθοποιός;
Υποδυόταν το ρόλο του Αθανάσιου Διάκου.
– Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια μπαλαρίνα;
Πνίγηκε στη λίμνη των κύκνων.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος πειρατής;
Τον έτρωγαν τα αρχίδια του και τα έξυσε με το γάντζο του.
– Γιατί οι Πόντιοι έχουν μαζί τους πάντα ένα μαχαίρι;
Για να κόβουν δρόμο.
– Πώς πέθανε ο τελευταίος Πόντιος μαθητής;
Σκοτώθηκε στο διάβασμα.
– Γιατί οι Πόντιες γυναίκες βγάζουν τα δόντια τους;
Για να είναι γυναίκες με τα ούλα τους.
– Τί γράφει στον πάτο το μπουκάλι αναψυκτικών, που πωλείται στον Πόντο;
Ανοίγει από την άλλη πλευρά.
– Το αυτί...
Ο Κωστίκας έκοψε το αυτί του. Μετά από αρκετό καιρό στο νοσοκομείο του βγάζουν τους επιδέσμους. Βλέποντας το αυτί του πάει ανήσυχος στο γιατρό και του λέει:
– Γιατρέ αυτό το αυτί δεν είναι δικό μου. Το δικό μου αυτί είχε και ένα μολύβι πάνω.
– Τα μεταξωτά ρούχα...
Στο σχολείο, η δασκάλα στον μικρό Πόντιο:
– Πές μου Γιωργάκη, ποιο ζώο εργάζεται για να έχει η μητέρα σου μεταξωτά ρούχα;
– Ο μπαμπάς μου κυρία.
– 2 Πόντιοι στο κλάμπ...
Λέει ο ένας Πόντιος στον άλλο μέσα στο κλάμπ:
– Ρε σύ τι είναι αυτό εκεί;
– Ηχείο απαντάει.
– Σιγά μην είναι και η Μυτιλήνη, λέει ο άλλος.
– Λάθος...
Ήταν ένα Γερμανός, ένας Ιταλός και ένας Πόντιος και έκαναν αγώνες τοξοβολίας. Βάζουν σε κάποια απόσταση έναν άνθρωπο με ένα μήλο στο κεφάλι.
Πάει πρώτα ο Γερμανός από κάποια απόσταση, σημαδεύει και πετυχένει το μήλο. Ανεβαίνει στο βάθρο και λέει:
– Άι έμ Ρόμπιν Χούντ!
Πάει ο Ιταλός από πιο μακριά σημαδεύει και πετυχαίνει το μήλο. Ανεβαίνει και αυτός στο βάθρο και λέει:
– Άι έμ Γουλιέλμος Τέλος!
Πάει και ο Πόντιος από πιο μακριά σημαδεύει και πετυχένει τον άνθρωπο. Ανεβαίνει και αυτός στο βάθρο και λέει:
– Άι έμ... σόρι!
– Η προφορική άδεια...
Στην πύλη του στρατοπέδου ο Κωστίκας φυλάει σκοπιά. ΄Ενας φαντάρος πάει να βγει έξω.
– Δέν μπορείς να βγεις έξω χωρίς άδεια του λέει ο Κωστίκας.
– Μα, έχω προφορική άδεια από το λοχαγό, του λέει ο στρατιώτης.
– Να τη δώ!
– Το Ποντιακό βάψιμο...
Ηταν μια φορά ένας Πόντιος που έβαφε το σπίτι του. Κάποια στιγμή έρχεται η μαμά του και του λέει:
– Γιατί βρε δε βάζεις μια εφημερίδα από κάτω;
Και αυτός απαντά:
– Δεν πειράζει. Φτάνω και έτσι.
– Να τα εκατοστήσεις...
Ένας Πόντιος, ρωτάει κάποιον που έχει τα γενέθλια του.
– Πόσο χρονών είσαι;
– 105.
– Να τα εκατοστήσεις.
– Περίεργο νερό...
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας δουλεύουν στη Ελληνική Πολεμική Αεροπορία καθαρίζοντας πυραύλους.
Από τη πολύ κούρασή έχουν τρελαθεί στη δίψα και θέλουν κάτι να πιούν.
Βλέπουν ένα κουβά με ένα υγρό και κατεβάζουν ο καθένας από μισό.
Το βράδυ παίρνει τηλέφωνο ο Γιωρίκας τον Κωστίκα.
– Βρε Κωστίκα, ξέρεις τι ήταν αυτό που ήπιαμε το μεσημέρι;
– Νερό, δεν ήταν βρε Γιωρίκα;
– Όχι Κωστίκα δεν ήταν νερό αλλά προωθητικό πυραύλων.
– Ε! και τι έγινε δεν πάθαμε τίποτα.
– Δεν πάθαμε τίποτα αλλά μην κλάσεις, γιατί εγώ τηλεφωνώ από Τόκιο!
– Εξέταση Μυθολογίας...
Ο δάσκαλος ρωτάει τον Κωστίκα. Για πες μου Κωστίκα:
– Tί είπε ο Ηρακλής όταν συνάντησε τις Στυμφαλίδες ΄Ορνιθες;
– Πίίίίσω κλώσσες και σας έφαγααα, απαντά ο Κωστίκας.
– Μερσεντές ή Φόρντ...;
Ο Γιωρίκας ήθελε να αγοράσει αμάξι και ζητάει τη βοήθεια του Κωστίκα και ακολουθεί η παρακάτω συζήτηση:
– Τι αμάξι λες να πάρω Κωστίκα;
– Να πάρεις Μερσεντές, του λέει, γιατί αν ξεκινήσεις από Θεσσαλονίκη 6:00, θα είσαι στο Κιλκίς 6:30.
Μετά από λίγο καιρό τον συναντάει:
– Τι αμάξι πήρες τελικά;
– Φόρντ.
– Γιατί πήρες Φόρντ;
– Ε, τι να κάνω από τις 6:30 στο Κιλκίς;
– Ο Γιωρίκας αστυνομικός...
Ο Γιωρίκας ήθελε να γίνει αστυνομικός, έτσι πήγε στην αστυνομία. Επειδή όμως είχε βγάλει μόνο το δημοτικό, ο διοικητής τον έβαλε στην Aριστοτέλους να παρακολουθεί αυτούς που κάνουν έρωτα στο αμάξι και να τους δίνει κλίση 1000 ευρώ. Έτσι, πάει τη πρώτη μέρα σ` ένα αμάξι και τους λέει:
– Επ! Τι κάνετε εσείς εδώ;
– Έρωτα, του απαντάει ο άντρας.
– Έρωτα; Απαγορεύεται! 1000 ευρώ πρόστιμο.
Μετά από καμιά ώρα πάει σ΄ένα άλλο αμάξι και ρωτάει ξανά:
– Επ! τι κάνετε εσείς εδώ;
– Έρωτα, του απαντάει.
– Έρωτα; Απαγορεύεται! 1000 ευρώ πρόστιμο.
Και πετάγεται η γυναίκα και λέει:
– Aγάπη μου ποιος είναι;
Και λέει κι ο Γιωρίκας:
– Α! ώστε δύο είστε πουλάκια μου... 2000 ευρώ.
– Απώλεια μνήμης...
Στη Μόσχα η K.G.B. συνέλαβε τρεις κατασκόπους. Έναν Άγγλο, ένα Γερμανό και ένα Πόντιο. Τους μπουζουριάσανε στην ασφάλεια και αρχίσανε τις γνωστές μεθόδους, απόσπασης της αλήθειας... Σε λίγες ώρες ο Άγγλος είχε μαρτυρήσει τα πάντα στους ανακριτές του...
Μετά πήραν μέσα τον Γερμανό ο οποίος άντεξε λίγο παραπάνω στις περιποιήσεις. Μέσα σε δύο μέρες είχε αποκαλύψει τα πάντα. Για ποιον δούλευε, ποια ήταν η αποστολή και οι συνεργάτες του... Ήρθε κι η σειρά του Πόντιου να ανακριθεί. Τον πήραν μέσα και τον άρχισαν με το μαλακό:
– Θα μας πείτε για ποιον δουλεύετε κύριε; Μιλιά ο Πόντιος.
Τον ρωτάνε πάλι και πάλι. Τίποτα ο Πόντιος. Τον αρχίζουν στο ξύλο, κουβέντα ο Πόντιος. Τον βάλανε σε φωτιά, σε πάγο, τίποτα αυτός. Δεν έλεγε ν` ανοίξει το στόμα του, κι αυτή η ιστορία πήρε πολλές μέρες. Όλη την ημέρα τον βασανίζανε, και τον ρωτούσαν για ποιον δουλεύει, όμως ο Πόντιος ήταν παλικάρι... Μια νύχτα ο δεσμοφύλακας έξω απ` το κελί του Πόντιου άκουσε κάτι περίεργους θορύβους και κάτι ψιθύρους. Έσκυψε στην κλειδαρότρυπα και βλέπει τον Πόντιο, καταματωμένο, να παίρνει φόρα από τη μια άκρη του κελιού, να χτυπάει το κεφάλι του στον τοίχο και να λέει:
– Θυμήσου ρε για ποιον δουλεύεις.
– Η πόρτα και ο Πόντιος...
Ήταν ένας Ιταλός ένας Γερμανός και ένας Πόντιος. Τους πιάνουν οι ζουλού και τους λένε ότι αν καταφέρουν να περάσουν την έρημο απέναντι θα τους αφήσουν να ζήσουν αν όχι τότε θα τους κόψουν το κεφάλι!
Πάει πρώτος ο Ιταλός παίρνει δύο ψυγειάκια στους ώμους γεμάτα με νερό και ξεκινάει, φτάνοντας όμως στα μισά της διαδρομής, κλατάρει και του κόβουν το κεφάλι. Πάει ο Γερμανός κουβαλώντας κι αυτός δύο ψυγειάκια γεμάτα όμως με μπύρες και ξεκινάει, περνάει λίγο τον Ιταλό και αμέσως κλατάρει και του κόβουν το κεφάλι. Πάει τελευταίος και ο Πόντιος και παίρνει μια πόρτα αυτοκινήτου και ξεκινάει να φύγει, τον σταματάνε όμως οι ζουλού και του λένε:
– Πού πάς ρε φίλε με την πόρτα; και πετάγεται κι ο Πόντιος και τους λέει:
– Άμα ανοίξω το παράθυρο ξέρεις τι δροσιά κάνει;
– Ο γιατρός και ο Πόντιος...
Ο ασθενής λέει στον Πόντιο γιατρό του:
– Γιατρέ μου έσπασα το πόδι μου σε τρια μέρη.
– Ε να μην ξαναπάς σε αυτά τα μέρη.
– Ο έξυπνος...
Ηταν ένας Πόντιος, ένας Γερμανός καί ένας Γάλλος σε μία φυλακή όπου θα τους έκλειναν γιά πάντα στην απομόνωση, αρκεί να έπαιρνε ότι παιχνίδι ήθελε ο κάθένας.
Ο Γερμανός πήρε ένα σκάκι, ο Γάλλος μία τράπουλα πού έχει πολλά παιχνίδια και ο Πόντιος ένα ταμπόν. Έκληπτοι τον ρωτάνε οι άλλοι τί θα το κάνει.
Αυτός τούς απαντά δείχνοντας τους τις οδηγίες, οι οποίες έλεγαν: Mπορείτε να κάνετε ιππασία, κολύμβι, ποδήλατο, γυμναστική κλπ.
– Οι ναυαγοί...
Πέφτουν σε ένα νησί με ζουλού ένας Αμερικάνος, ένας Αλβανός και ένας Πόντιος. Τους πιάνει ο βασιλιάς και τους λέει:
– Αν θέλετε τις τρεις πεντάμορφες κόρες μου πρέπει ο Αμερικάνος να φέρει μια τζάγκουαρ, ο αλβανός ένα καλάσνικοφ και ο Πόντιος δύο μπαλάκια του πίγκ–πόγκ.
Ο Αμερικάνος φέρνει την τζάγκουαρ, ο Αλβανός το καλάσνικοφ και ο Πόντιος δύο τεράστιες μπάλες! Ο Αμερικάνος και ο Αλβανός παντρεύονται τις δύο απ` τις κόρες. Ο βασιλιάς ρωτάει τον Πόντιο:
– Τι είναι αυτά που έφερες; Εγώ σου ζήτησα δύο μπαλάκια του πίγκ–πόγκ! και ο Πόντιος απαντά:
– Α! Εγώ νόμιζα ότι μου είπες να φέρω τα δυο μπαλάκια του King Kong!
– Ο σκίουρος στο τελωνείο...
Ηταν ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας, και ήθελαν να περάσουν ένα σκίουρο από το τελωνείο.
Πηγαίνουν στο τελωνείο, αλλά δεν ήταν επιτυχής η πρώτη προσπάθεια. Ετσι σκέφτηκαν να κρύψουν μέσα στο κάτω εσώρουχο του Κωστίκα τον σκίουρο.
Τελικά μετά από πολύ υπομονή του Κωστίκα πέρασαν, αλλά μόλις έγινε αυτό σταματάει ο Κωστίκας, βγάζει γρήγορα από το εσώρουχό του το σκίουρο, τον πετά κάτω και τον πατά δυνατά.
– Μα τι κάνεις εκεί ρε, θα τον σκοτώσεις, του λέει ο Γιωρίκας.
– Με αγανάκτησε, λέει ο Κωστίκας, Είπαμε να περάσει τα μπαλάκια μου για καρύδια, εντάξει, είπαμε να περάσει τον κώλο μου για φωλιά, εντάξει, αλλά να θέλει να βάλει και τα καρύδια στη φωλιά, εεεε αυτό πάει πολύ!
– Η τρύπα...
Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας έλυναν σταυρόλεξο.
Ρωτάει ο Κωστίκας το Γιωρίκα:
– Τρύπα γυναίκας με 5 γράμματα;
– Τι είναι οριζόντια ή κάθετα, ρωτάει ο Γιωρίκας.
– Οριζόντια, απαντάει ο Κωστίκας
– Ε! τότε είναι το στόμα!
– Πατάτες...
Ήταν ένας Άγγλος, ένας Ιταλός κι ένας Πόντιος και τους κυνηγούσε μια γερμανική περίπολος. Δεν ήξεραν πού να κρυφτούν ώσπου έφτασαν σε μία στάνη. Ζητάνε απ΄ το βοσκό να κρυφτούν στη στάνη του. Τους άφησε και μπήκαν. Ο Άγγλος κρύφτηκε σ΄ ένα βαρέλι, ο Ιταλός σε μια κούτα και ο Πόντιος σ΄ ένα τσουβάλι. Μετά από λίγη ώρα φτάνει η περίπολος και λένε στον βοσκό:
– Είδες 3 άντρες να περνούν από ΄δω;
– Όχι δεν είδα κανέναν.
Τους φάνηκε λίγο ύποπτος και του λένε:
– Για άνοιξε τη στάνη σου να δούμε!
Μπαίνουν μέσα και βλέπουν το βαρέλι. Το χτυπάνε και ακούνε τον Άγγλο να λέει:
– «Γάβ, Γάβ».
– Σκύλος θα ΄ναι, σκέφτηκαν. Μετά χτυπάνε τη κούτα και ακούνε τον Ιταλό:
– «Νιάου, Νιάου».
– Γάτα θα ΄ναι σκέφτηκαν. Έπειτα χτυπάνε το τσουβάλι και ακούνε:
– «Πατάτες»!
– Το ναυάγιο...
Ναυαγούν σε ένα ερημικό νησί ένα ζευγάρι Ποντίων κι ένας εργένης. Οι άντρες αποφασίζουν να μοιραστούν τις δύο βασικότερες δουλειές, ο ένας να ψαρεύει την ώρα που ο άλλος θα είναι ανεβασμένος στο μοναδικό δέντρο, παρακολουθώντας για παραπλέοντα σκάφη. Ο εργένης προθυμοποιείται να ανέβει πρώτος στο δέντρο. Μόλις ανεβαίνει, κοιτάει από πάνω και φωνάζει:
– Μα είναι δυνατόν να το κάνετε μπροστά μου;
Ο Πόντιος του απαντάει απορημένος:
– Μα δεν το κάνουμε, εγώ ψαρεύω.
Μετά όμως από λίγο ξαναφωνάζει ο εργένης:
– Μα καλά, δεν ντρέπεστε;
– Μα εγώ ψαρεύω, λέει ξανά ο Πόντιος, που όντως ψάρευε.
Μερικές ώρες αργότερα οι δύο άντρες αλλάζουν πόστα και ο εργένης βάζει τη γυναίκα του Πόντιου κάτω και επιδίδεται σε ανάρμοστες δραστηριότητες. Ο Πόντιος που το βλέπει πάνω από το δέντρο σκέφτεται, Κοίτα να δεις βρε παιδί μου, από εδώ πάνω όντως φαίνεται σαν να το κάνουνε.
– Ο Κωστίκας ο κλανιάρης...
Το μεγαλύτερο πρόβλημα του Κωστίκα ήταν ότι είχε γίνει ρεζίλι διότι συνεχώς έκλανε. Έτσι όταν τον κάλεσαν στο σινεμά δέχτηκε ευχαρίστως γιατί το έργο ήταν πολεμικό και δε θα ακουγόταν! Έτσι λοιπόν βολεύτηκε στη θέση του όσο καλύτερα μπορούσε γιατί ακριβώς δίπλα του ήταν κάποιος που ροχάλιζε με μεγάλο θόρυβο. Πάνω στις πιστολιές λοιπόν ο Κωστίκας έκλανε με την ησυχία του χωρίς να τον καταλάβει κανείς. Ήρθε όμως η στιγμή που του ήρθε μια μεγάλη κλανιά αλλά δεν έπεσε ούτε μια σφαίρα. Ευτυχώς για αυτόν όμως πάνω που δε μπορούσε να κρατηθεί άλλο, οι εχθροί ετοιμάστηκαν να ανατινάξουν ένα τρένο.
Όταν λοιπόν ανατινάχτηκε, ο εκκωφαντικός θόρυβος της έκρηξης κάλυψε τον επίσης εκκωφαντικό θόρυβο της κλανιάς του. Απ` όλη αυτή την φασαρία όμως ο διπλανός του Κωστίκα ξύπνησε και λέει:
– Τι έγινε ρε παιδιά τι φασαρία είναι αυτή;
– Τίποτα, απλώς ανατίναξαν ένα τρένο, τον καθησύχασε ο Κωστίκας.
– Σκατά κουβαλούσε αυτό το τρένο και βρώμισε έτσι;
– Ο μεγάλος αγώνας...
Παίζεται ένας πολύ σημαντικός αγώνας ποδοσφαίρου, μεταξύ της Εθνικής Ποντίων και Βραζιλίας. Το σκορ είναι 0–12, ύπερ της Βραζιλίας. Λίγο έξω από τη μεγάλη περιοχή, κερδίζουν φάουλ οι Βραζιλιάνοι. Ο Πόντιος τερματοφύλακας, δίνει τις τελευταίες οδηγίες στους παίχτες του τείχους, αλλά παρατηρεί ότι όλοι οι παίχτες είναι γυρισμένοι ανάποδα και τον κοιτάζουν. Αυτός έκπληκτος τους ρωτάει:
– Τι με κοιτάτε ρε παιδιά; Την μπάλα κοιτάξτε!
Και ένας Πόντιος αμυντικός του απαντάει:
– Τι λές ρε; Και να χάσουμε τέτοια γκολάρα;
– Το αεροπλάνο...
Λέει ο Κωστίκας στον Γιωρίκα:
– Κοίτα ένα miraz–2000.
Και ο Γιωρίκας απαντά:
– Σιγά να μην μοιράζει και πεντοχίλιαρα.
– Ο Πόντιος υπάλληλος...
Ένας Πόντιος δουλεύει σε μια υπερ–αγορά, πάει ο πελάτης και του λέει:
– Κόψε μου ένα τέταρτο ζαμπόν.
Ξεκινάει ο Πόντιος και κόβει, κόβει... φτιάχνει μια ντουζίνα και ο πελάτης απορριμένος του λέει:
– Φτάνει άνθρωπέ μου ένα τέταρτο σου είπα.
Ο Πόντιος απαντά:
– Έχω ακόμα δέκα λεπτά να κόψω.
– Ο Γιωρίκας και ο εξωγήινος...
Ο Γιωρίκας γυρίζει από την Αγγλία με φορτωμένη τη νταλίκα. Από όπου περνάει, όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Ευρώπης αναγγέλουν άφιξη εξωγήινων: Είναι άκακοι, ντυμένοι στα άσπρα, στο μισό ύψος του ανθρώπου, μοιάζουν πολύ με εμάς στην όψη, μιλούν όλες τις γλώσσες αλλά για να σε καταλάβουν πρέπει να τους μιλάς αργά.
Μόλις μπήκε στο Ελληνικό έδαφος ο Γιωρίκας βλέπει στα 100 μέτρα μπροστά ένα μικρό ασπροντυμένο ανθρωπάκι πίσω από ένα θάμνο. Φρενάρει, τρέχει κοντά του και του λέει:
– Ε–γώ Γιω–ρί–κας ντα–λι–κέ–ρης.
Και το ανθρωπάκι:
– Ε–γώ Τό–λης νο–σο–κό–μος χέ–ζω.
– Τα γυαλιά...
Ο Γιωρίκας τελείωσε τη δουλειά του και με το που πήρε το μισθό του έτρεξε να αγοράσει κάτι γυαλιά που όταν τα φορούσες έβλεπες τους άλλους γυμνούς. Αγόρασε τα γυαλιά και πήγε να τα δείξει στην γυναίκα του. Στον δρόμο τα έβαζε, τα έβγαζε, τα ξαναέβαζε, τα ξαναέβγαζε και αυτό συνεχιζόταν μέχρι το τέλος της διαδρομής.
Όταν έφτασε σπίτι μπήκε στην κρεβατοκάμαρα με τα γυαλιά και είδε τη γυναίκα του πάνω στον κουμπάρο, γυμνούς. Έβγαλε τα γυαλιά, τα ξαναέβαλε, τίποτα, ήταν ακόμα γυμνοί. Τότε νευριασμένος είπε.
– Α! ρε γαμώτο, από το πολύ βάλε, βγάλε χάλασα τα μάτια μου...
– Ο Βλάχος και ο Πόντιος...
Ένας Πόντιος συναντά έναν Βλάχο βοσκό και του λέει:
– Αν βρω πόσα κατσίκια έχεις, θα μου χαρίσεις ένα; λέει ο Πόντιος.
– Ναι, απαντά ο Βλάχος.
– Έχεις 1856 κατσίκια.
Τα μετράει ο Βλάχος και πράγματι ήταν 1856 κατσίκια. Παίρνει ο Πόντιος ένα κατσίκι και φεύγει. Μετά από λίγο συναντάει ο Βλάχος τον ίδιο Πόντιο και τον ρωτά:
– Άμα βρω τι είσαι, θα μου το δώσεις πίσω;
– Ναι, απαντά ο Πόντιος.
– Είσαι Πόντιος!
– Nαι! από που το κατάλαβες; ρωτάει ο Πόντιος.
– Γιατί από τα 1856 κατσίκια, εσύ το σκυλί πήρες!
– Ποδόσφαιρο...
Είναι μια μέρα ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας, περπατάνε στο δρόμο, για μια στιγμή λέει ο Γιωρίκας:
– Ρε Κωστίκα, δεν πάμε να παίξουμε μπάλα;
– Άντε πάμε, λέει ο Κωστίκας.
Πάνε λοιπόν στο γήπεδο αλλά για στιγμή λέει ο Γιωρίκας:
– Ρε `συ, δύο άτομα είμαστε πως θα παίξουμε;
– Κοίτα, λέει ο Κωστίκας, εγώ θα κάνω τους φιλάθλους και εσύ θα κάνεις τους παίχτες, καλά;
– Καλά, λέει ο Γιωρίκας.
Έτσι λοιπόν αρχίζουνε, ο Κωστίκας πάνω στις κερκίδες φωνάζει και ο Γιωρίκας τρέχει πάνω κάτω στο γήπεδο. Εκεί που αρχίζουνε κάπου ατμόσφαιρα, ο Κωστίκας παίρνει μια πέτρα και την πετάει στον Γιωρίκα. Γυρνάει ο Γιωρίκας και του λέει:
– Καλά ρε Κωστίκα, είκοσι δύο ποδοσφαιριστές εμένα βρήκες να πετύχεις;
Και γυρνάει και του λέει ο Κώστικας:
– Σαράντα χιλιάδες κόσμο εμένα βρήκες να μου το πείς;
– Ορειβασία στον Όλυμπο...
Ήταν μια φορά ένας Έλληνας, ένας Αμερικάνος κι ένας Κινέζος πάνω στον Όλυμπο και έκαναν ορειβασία. Σε μια στιγμή, έτσι όπως ξεκουραζόντουσαν σε κάτι βράχια, πλησιάζει ο Αμερικάνος τον αντίχειρα του δεξιού του χεριού στο αυτί του και το μικρό δάχτυλο στο στόμα του και αρχίζει να μιλάει. Απορρημένοι οι άλλοι δύο, του λένε:
– Τι κάνεις εκεί τώρα;
– Ε να, μόλις μίλησα με τη γκόμενα μου στην Αμερική, απαντά.
Μετά από λίγο, ο Κινέζος πλησιάζει το ρολόι του χεριού του κοντά στο πρόσωπό του. Ο Πόντιος, γεμάτος απορία, τον ρωτά:
– Εσύ τώρα, τι κάνεις εκεί;
– Ε να μωρέ, βλέπω τις ειδήσεις στην Κίνα, απαντά ο Κινέζος.
Φανερά ενοχλημένος ο Πόντιος, αφήνει να του φύγει μια τρανταχτή πορδή. Έκπληκτοι οι άλλοι δύο τον κοιτάζουν:
– Εσύ, τι έκανες τώρα; τον ρωτάνε.
– Τίποτα ρε παιδιά, μόλις έστειλα ένα φαξ στον Πόντο.
– Ο βιαστής...
Κάποιος Πόντιος βίασε μια κοπέλα. Πάει η γυναίκα στην αστυνομία και καταγγέλει τον βιασμό. Οι αστυνομικοί πιάνουν κάποιους υπόπτους και τους φέρνουν στο τμήμα για αναγνώριση. Μεταξύ τους κι ο Πόντιος. Περνάει η κοπέλα από τον πρώτο ύποπτο, τον κοιτάει καλά καλά, πάει στον δεύτερο, περνάει κι από τον Πόντιο οπότε μόλις την βλέπει εκείνος πετάγεται και λέει:
– Αυτή είναι.
– Ήξερε καλά τη δουλειά του...
Ο Κωστίκας πήγε να πιάσει δουλειά σ` ένα ζαχαροπλαστείο. Την άλλη μέρα όμως ο ζαχαροπλάστης τον απέλυσε και ο φίλος του ο Γιωρίκας πήγε για να παραπονεθεί.
– Γιατί απέλυσες το φίλο μου;
Κι ο ζαχαροπλάστης:
– Γιατί ξεσκόνιζε τους κουραμπιέδες, χτένιζε τα κανταϊφια, καθόταν στα καναπεδάκια και έδινε μπαμπάδες στα ορφανά.
– Το παντοφλέ παπούτσι...
Πάει ένας Πόντιος να δώσει εξετάσεις για μπάτσος. Εξετάζεται και βγαίνει έξω χαρούμενος. Τον βλέπει ένας άλλος Πόντιος και τον ρώτησε αν ήταν δύσκολα.
– Μου έκαναν μόνο μία ερώτηση αλλά δύσκολη, του είπε ο Πόντιος.
– Δηλαδή τι σε ρώτησαν;
– Είναι συνήθως καφέ ή μαύρο, είναι από δέρμα και το φοράμε στα πόδια. Στην αρχή δεν το `βρισκα αλλά όταν μου είπε για να με βοηθήσει ότι έχει και κορδόνια, το βρήκα με τη μία. Είναι το παπούτσι.
Πάει λοιπόν ο άλλος Πόντιος και τον ρωτάνε:
– Τι έχει απαλό τρίχωμα, τέσσερα πόδια και κάνει νιάου;
– Έχει και κορδόνια;
– Όχι.
– Ένα παπούτσι παντοφλέ.
– Η θεραπεία...
Μετά από μια προσεκτική εξέταση ο γιατρός λέει στον Πόντιο άρρωστο:
– Για να θεραπευτείτε θα ελαττώσετε το κάπνισμα. Μόνο δέκα τσιγάρα την ημέρα.
Έπειτα από είκοσι μέρες, ο Πόντιος ξαναπηγαίνει στο γιατρό σε κακά χάλια.
– Μα γιατί; ρωτά έκπληκτος ο γιατρός, δε σας ωφέλησε που καπνίζετε μόνο δέκα τσιγάρα την ημέρα;
– Όχι, γιατρέ, γιατί πρώτα δεν κάπνιζα!
– Οι κότες...
Μια φορά ήταν δύο Πόντιοι και παίζανε τάβλι, ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, οπότε λέει ο Γιωρίκας στον Κωστίκα:
– Ρε `συ έκανα μια μεγάλη βλακεία.
– Δηλαδή ρε Γιωρίκα τι έκανες;
– Νά πρίν από λίγες μέρες πήρα την αποζημίωσή μου από το ΙΚΑ και πήγα και αγόρασα με αυτά τα λεφτά ένα κτήμα σαράντα στρέμματα στην Κοζάνη. Τί να το κάνω όμως άρα έκανα βλακεία, ε;
– Όχι ρε σύ. Γιατί δεν πάς αφού κάθεσαι, να φυτέψεις κανένα αγγούρι, βάλε καμιά πιπεριά, κανένα κολοκύθι, βάλε κότες, καμιά μελιτζάνα και τέτοια.
– Έχεις δίκιο ρε `σύ, του λέει και το επόμενο πρωί πάει σε ένα μαγαζί και λέει στον υπάλληλο:
– Θα ήθελα 500 κότες.
– Μάλιστα, του λέει ο υπάλληλος και του τις δίνει. Μετά από δύο μέρες πήγε πάλι στο ίδιο μαγαζί και λέει πάλι στον υπάλληλο:
– Θα ήθελα 500 κότες ακόμα.
Ο υπάλληλος απορρημένος του τις δίνει και αυτές, αλλά μετά από καμιά βδομάδα πήγε πάλι λέγοντας:
– Θα ήθελα ακόμα 500 κότες.
– Μάλιστα κύριε να σας τις δώσω αλλά πέστε μου, τί τις κάνατε τόσες κότες, πτηνοτροφείο ανοίγετε;
– Όχι ρε φίλε αλλά νά, ή πολύ βαθιά τις φυτεύω ή πολύ νερό τις ρίχνω.
– Ζουλού...
Πέφτουν ένας Γερμανός, ένας Γάλλος κι ένας Πόντιος στους Ζουλού. Αυτοί τους λένε:
– Διαλέξτε πώς θέλετε να πεθάνετε. Με καραμπίνα ή με τη λαιμητόμο;
Λέει ο Γερμανός: Εγώ διαλέγω τη λαιμητόμο για να δώ και πως είναι.
Τον βάζουν οι Ζουλού στη λαιμητόμο, πέφτει το ξυράφι και μισό χιλιοστό πριν τον αγγίξει, σταματάει. Γίνεται χαμός, λένε οι Ζουλού Θεός θα είναι, του δίνουν δώρα, τον προσκυνούν κλπ.
Ο Γάλλος σκέφτεται: Μπορεί να μου κάτσει και μένα η ίδια φάση και έτσι διαλέγει λαιμητόμο. Μία απ` τα ίδια και σ` αυτόν. Σταματά το ξυράφι, τον αποκαλούν Θεό, του δίνουν δώρα, τον προσκυνούν κλπ.
Ρωτούν τον Πόντιο: Εσύ τι θέλεις, λαιμητόμο ή καραμπίνα; Και λέει ο Πόντιος: Τσάκα την τουφέκα γιατί αυτή η μαλακία είναι χαλασμένη.
– Τα παινέματα...
Συζητούσαν ένας Γερμανός, ένας Αμερικάνος, ένας Ιάπωνας και ένας Πόντιος. Σε κάποια στιγμή λέει ο Γερμανός:
– Εμείς στη Γερμανία φτιάξαμε ένα αυτοκίνητο 32 μέτρα.
– Εμείς, λέει ο Αμερικάνος, φιάξαμε έναν ουρανοξύστη 1800 πατώματα.
– Εμείς, λέει ο Ιάπωνας, φτιάξαμε ένα τρένο που πάει με 1200 χλμ/ώρα.
– Εγώ, λέει ο Πόντιος, έχω έναν φίλο από την Κάτω Τούμπα που την έχει 1.5 μέτρο.
– Σιγά ρε φίλε, του λένε οι άλλοι.
– Γιατί, τους λέει ο Πόντιος, αυτά που είπατε εσείς αλήθεια είναι;
– Εντάξει λέει ο Γερμανός, το αμάξι που σας είπα δεν ειναι 32 μέτρα, είναι 12.
– Ο ουρανοξύστης που είπα εγώ, δεν έχει 1800 πατώματα αλλά 900, λέει ο Αμερικάνος.
– Και το τρένο που έλεγα εγώ, δεν πάει με 1200 αλλά με 600, λέει ο Ιάπωνας.
– Εγώ πάλι ρε παιδιά, λέει ο Πόντιος, τι να σας πω, δεν θυμάμαι, από την Κάτω Τούμπα είναι, από την Άνω Τούμπα είναι...
– Ο Πόντιος καλόγερος...
Ένας Πόντιος καλόγερος βγαίνει με άδεια, έρχεται στην Αθήνα, γυρίζει, γυρίζει, γυρίζει και στο τέλος, κουρασμένος, κάθεται σ` ένα καφενείο. Μια κυρία απ` το διπλανό τραπέζι τον ρωτάει:
– Είσαι πραγματικός καλόγερος;
– Να σου πώ, ράσα φοράω, σε μοναστήρι μένω, σε όλες τις αγρύπνιες και τις ακολουθίες πάω, νηστεύω, προσεύχομαι, έχω γέροντα. Νομίζω ότι είμαι πραγματικός καλόγερος... Εσύ τι είσαι;
–Εγώ, είμαι λεσβία... Απ` το πρωί που θα σηκωθώ μέχρι το βράδυ που θα πάω για ύπνο όλο γυναίκες σκέφτομαι. Και στον ύπνο μου όλο γυναίκες ονειρεύομαι. Και για σέξ, μόνο γυναίκες θέλω...
Μετά από λίγο φεύγει η γυναίκα. Ο καλόγερος έχει πέσει σε σκέψεις. Ένα ζευγάρι έρχεται και κάθεται διπλα του. Κι αυτοί σε λίγο τα ίδια:
– Είσαι πραγματικός καλόγερος;
Και ο Πόντιος καλόγερος:
– Νόμιζα ότι ήμουνα, αλλά άλλαξα γνώμη. Νομίζω, είμαι λεσβία.
– Σε κέρδισα...
Μπαίνει ένας Αμερικάνος τουρίστας, σε ένα Ποντιακό φαρμακείο, επιθυμώντας να αγοράσει προφυλακτικά. Είναι αδύνατον όμως να συνεννοηθεί με τον φαρμακοποιό, γιατί αυτός δε γνωρίζει καθόλου Ελληνικά και ο φαρμακοποιός δε γνωρίζει ούτε μία λέξη Αγγλικά. Μετά από αρκετή ώρα, κι ενώ ανταλλάζουν νοήματα, ο Αμερικάνος έχει μια ιδέα.
Βγάζει από την τσέπη του ένα πεντακοσάρικο και το αφήνει στον πάγκο. Αμέσως μετά, βγάζει το πέος του και το ακουμπάει πάνω στο γραφείο. Ο φαρμακοποιός, τον κοιτάει με μισό μάτι και χωρίς να χάσει καθόλου καιρό, βγάζει κι αυτός το πέος του και το ακουμπάει πάνω στον πάγκο, δίπλα στου Αμερικάνου.
– Το δικό μου είναι πιό μεγάλο, σε κέρδισα!, λέει όλο καμάρι και αρπάζει το πεντακοσάρικο.
– Ο Κωστίκας σε εξετάσεις...
Ο Γιωρίκας και ο Κωστίκας, φοιτητές, πηγαίνουν για προφορικές εξετάσεις.
Ο Γιωρίκας που ήταν πιο έξυπνος, μπαίνει πρώτος. Τον ρωτάει ο καθηγητής:
– Ποιος νικήθηκε στο Βατερλώ;
– Ο Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης;
– Το 1453.
– Υπάρχει ζωή στον Άρη;
– Οι επιστήμονες το μελετούν.
Βγαίνοντας ο Γιωρίκας ψυθιρίζει στον Κωστίκα:
– Ναπολέων Βοναπάρτης, 1453, Οι επιστήμονες το μελετούν.
Μόλις μπαίνει ο Κωστίκας τον ρωτάει ο καθηγητής:
– Πώς λέγεσαι παιδί μου;
– Ναπολέων Βοναπάρτης.
– Πότε γεννήθηκες;
– Το 1453.
– Καλά τρελός είσαι;
– Οι επιστήμονες το μελετούν.
– Το λόττο...
Πάει ο Γιωρίκας στην Παναγία Σουμελά και προσεύχεται μπροστά στην εικόνα.
– Άχ Παναγιά μου, σε παρακαλώ κάνε με να κερδίσω στο λόττο 5.000.000 και θα προσφέρω 500.000 στο ναό σου.
Περιμένει γύρω στις δύο βδομάδες κι αφού βλέπει πώς δεν κερδίζει πηγαίνει ξανά στο ναό.
– Άχ Παναγία μου, κάνε κάτι είμαι πνιγμένος στα χρέη, τα παιδιά μου πεινάνε. Κάνε με σε παρακαλώ να κερδίσω στο λόττο 50.000.000 και θα προσφέρω τα πέντε στο ναό σου.
Αλλά και πάλι δεν κέρδισε τίποτα. Πάει ξανά:
– Άχ Παναγία μου, σε παρακαλώ, κάνε με να κερδίσω στο λόττο 100.000.000 και θα προσφέρω τα δέκα στο ναό σου.
Την ώρα που πάει να φύγει ακούει μια φωνή:
– Γιωρίκααααα.
Κοιτάζει γύρω του δεν βλέπει κανένα. Μπά η ιδέα μου θα `ναι, λέει και κάνει να ξαναφύγει. Ακούει ξανά την ίδια φωνή:
– Γιωρίκαααααα.
Κοιτάζει ξανά γύρω του δεν βλέπει κανένα και λέει:
– Ποιός με φωνάζει;
– Εγώωωωωω, η Παναγίιιιια.
Και διαπιστώνει ότι όντως του μιλούσε η εικόνα.
– Γιωρίκααα.
– Ναί Παναγιά μου.
– Τι θα γίνει, θα το παίξεις επιτέλους αυτό το λόττο;
– Το σπυρί της παρθένας...
Η Παρθένα είχε ένα σπύρι στο δάχτυλο, οπότε πήγε στον Γιωρίκα ο οποίος ήταν πρακτικός γιατρός.
– Γιωρίκα Γιωρίκα! φωνάζει η Παρθένα, έχω μεγάλο πρόβλημα.
– Τι είναι καλέ Παρθένα λέει ο Γιωρίκας.
– Νά λέει η Παρθένα έβγαλα ένα σπυρί στο δάχτυλο και δεν ξέρω τι να κάνω.
Οπότε λέει ο Γιωρίκας που ήταν πονηρός:
– Κοίταξε Παρθένα θα κάνεις το εξής θα πλύνεις καλά το δάχτυλο με ένα σαπούνι που θα σου δώσω και μετά θα βάλεις το δάχτυλο μέσα στον μουνί σου και αυτό θα περάσει.
Πάει λοιπόν η Παρθένα και κάνει ότι της είπε ο Γιωρίκας. Την άλλη μέρα εμφανίστηκε έξω από το σπίτι της Παρθένας ο Γιωρίκας περπατώντας σιγά σιγά σαν συγκαμένος. Εκείνη την στιγμή τον βλέπει η Παρθένα και τον ρωτά:
– Γιωρίκα τι έπαθες;
– θυμάσαι τι είχες εσύ στο δάχτυλο;
– Ναί απαντάει η Παρθένα.
– Ε νά, αυτό που είχες εσύ στο δάχτυλο, εγώ το έβγαλα στον πούτσο μου.
– Αμάν! φωνάζει η Παρθένα τρέχα γρήγορα Γιωρίκα να κάνεις την θεραπεία και πές και στην Σουμέλα να σε βοηθήσει.
– Άσε Παρθένα λέει ο Γιωρίκας η Σουμέλα έφυγε ταξίδι και σκεφτόμουν μήπως μπορείς να με βοηθήσεις εσύ.
Οπότε σκέφτεται η Παρθένα και του απαντά:
– Τι να σου πώ Γιωρίκα εφόσον πρόκειται για θεραπεία και επειδή είσαι καλό παιδί έλα μέσα.
Ο Γιωρίκας όμως δεν κρατιώτανε και άρχισε να την γαμάει μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο.
– Γιωρίκα, Γιωρίκα ξαναφωνάζει η Παρθένα κλείσε γρήγορα το παράθυρο μην μας δει κανένας και νομίσει ότι γαμιώμαστε κιόλας.
– Ο Πόντιος σύζυγος στη γυναίκα του...
Ο Πόντιος σύζυγος στη γυναίκα του:
– Ο γιός σου πήρε 5 ευρώ από το πορτοφόλι μου!
– Και πώς το ξέρεις ότι ήταν αυτός;
– Γιατί αν ήσουν εσύ θα τα έπαιρνες όλα!
– 4 αρνητικά και 1 θετικό...
Ο Κωστίκας ήταν βοσκός και αποφασίζει να πάει για δουλειά στη Γερμανία γιατί δεν ήταν ικανοποιημένος με τα λεφτά που έβγαζε. Αφήνει τα πρόβατα του στο Γιωρίκα και φεύγει. Μετά από πολλά χρόνια γυρίζει ο Κωστίκας από την Γερμανία και βρίσκει το φίλο του τον Γιωρίκα στο καφενείο. Τον ρωτάει με μεγάλη αγωνία τι γίνεται με τα πρόβατα του.
Ο Γιωρίκας του απαντάει ότι συνέβησαν 4 αρνητικά και 1 θετικό γεγονός. Πές μου λέει ο Κωστίκας τα αρνητικά που είναι πιο πολλά.
– Θυμάσαι το τσοπανόσκυλο που είχες; Τον Μήτσο;
– Ναι. Τι έπαθε;
– Τον πάτησαν τα πρόβατα πάνω στον πανικό τους και ψόφησε.
– Ποιόν πανικό;
– Πήρε φωτιά το μαντρί.
– Τι; Και πως πήρε φωτιά το μαντρί;
– Είχαμε ξεχάσει ένα κερί αναμμένο από το μνημόσυνο της μάνας σου.
– Τι; Πέθανε η μάνα μου και δε μου είπατε τίποτα; Και η μάνα μου πώς πέθανε;
– Aπό τη στεναχώρια επειδή είχε πεθάνει ο πατέρας σου.
– Πέθανε και ο πατέρας μου και εγώ δεν ξέρω τίποτα; Τέσσερα αρνητικά μου είπες και ένα θετικό. Ποιο είναι το θετικό;
– Θυμάσαι το τέστ που είχες κάνει για ΕΙΤΖ;
– Το θυμάμαι.
– Ε! βγήκε θετικό.
– Πυγολαμπίδες...
Ο Κωστίκας και ο Γιωρίκας πάνε εκδρομή στο βουνό. Αφού βρήκανε μέρος δίπλα σε μια λίμνη κατασκηνώνουν. Στήνουν τη σκηνή τους ανάβουν φωτιά και κάθονται να φάνε. Αφού τελείωσαν, ξαπλώνουν να κοιμηθούν, όμως τους κάνουν επιδρομή τα κουνούπια και τους τσακίζουν, οπότε αποφασίζουν να φύγουν και να πάνε αλλού. Μαζεύουν τη σκηνή, τα πράγματα τους, σβήνουν τη φωτιά, παίρνουν το αυτοκίνητο και ανεβαίνουν πιο ψηλά στο βουνό. Ξαναστήνουν τη σκηνή, ανάβουν φωτιά και ξαπλώνουν να κοιμηθούν. Ο Γιωρίκας όμως κάθεται ξαπλωμένος και κοιτάζει έξω όπου κάποια στιγμή βλέπει πυγολαμπίδες να πετούν μπροστά από τη σκηνή. Φρικάρει πετάγεται πάνω και αρχίζει να φωνάζει στο Κωστίκα, σήκω Κωστίκα, ξύπνα, σήκω να φύγουμε, τα κουνούπια πήραν φακούς και μας ψάχνουνε.
– Η Πόντια σε Μερσεντές...
Μια Πόντια μπαίνει μέσα σε ένα ταξί Μερσεντές και ρωτά τον οδηγό τι είναι αυτό το σήμα μπροστά (το σήμα της Μερσεντές).
Ο οδηγός για να την πειράξει της λέει ότι είναι σκόπευτρο και βάζοντας κάποιον σημάδι πηγαίνει πάνω του και τον σκοτώνει.
Η Πόντια δεν τον πιστεύει και τότε ο οδηγός της λέει:
– Βλέπεις αυτή την κοπέλα στη στάση; Θα τη σκοτώσω.
Με φόρα οδηγεί το ταξί κατευθείαν προς τη κοπέλα. Την τελευταία στιγμή βεβαίως γυρίζει το τιμόνι για να την αποφύγει. Ακούει όμως ένα μπάμ και βλέπει την κοπέλλα πεσμένη κάτω και την Πόντια να του λέει:
– Σκόπευτρο ξεσκόπευτρο αν δεν άνοιγα την πόρτα θα την είχαμε χάσει.
– Το κρεοπωλείο...
Οι Πόντιοι Κωστίκας και Γιωρίκας αποφασίζουν να ανοίξουν ένα κρεοπωλείο. Ανοίγουν λοιπόν το μαγαζί και περιμένουν την πελατεία.
Λέει ο Γιωρίκας στον Κωστίκα:
– Ρε συ Κωστίκα, δε θα ήταν καλύτερα να κάνουμε μια προπόνηση για να δούμε πως θα μιλάμε στους πελάτες;
– Δίκιο έχεις, απαντάει ο Κωστίκας.
– Άκου τι θα κάνουμε, εσύ θα βγεις έξω και θα ξαναμπείς για να παραγγείλεις σαν να είσαι πελάτης, εντάξει;
– Εντάξει, απαντά ο Κωστίκας και βγαίνει έξω.
Ξαναμπαίνει μετά από δυο λεπτά και λέει:
– Καλημέρα.
– Καλημέρα, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω;
– Θα ήθελα μία πορτοκαλάδα, απαντά ο Κωστίκας.
– Τι πορτοκαλάδα ρε βλάκα, κρεοπωλείο είμαστε όχι καφενείο. Βγες έξω και ξαναδοκίμασε.
Πράγματι βγαίνει έξω και ξαναμπαίνει.
– Καλημέρα σας.
– Καλημέρα σας, τι θα θέλατε;
– Θα ήθελα μια πορτοκαλάδα.
Ο Γιωρίκας νευριασμένος αρχίζει να τον βρίζει.
– Τι λές, μωρέ πανηλίθιε, βλάκα, τόσο κόπανος είσαι; Δεν γίνεται έτσι δουλειά, λοιπόν θα κάνεις εσύ τον καταστηματάρχη και εγώ τον πελάτη.
Βγαίνει έξω ο Γιωρίκας και ξαναμπαίνει μετά από λίγο.
– Καλημέρα σας, θα ήθελα μισό κιλό κιμά.
– Τα μπουκάλια τα έφερες;
– Η φιλοσοφία...
Ο Κωστίκας μόλις γύρισε σπίτι του είδε τον θείο του από την Αμερική και έκαναν τον εξής διάλογο:
– Θείε, τι δουλειά κάνεις στην Αμερική;
– Εγώ Κωστίκα, σπούδασα φιλοσοφία!
– Ααα! Και τι είναι φιλοσοφία;
– Φιλοσοφία αγόρι μου, είναι μια σειρά σκέψεων που στο τέλος οδηγούν σε μία αλήθεια!
– Μπορείς να μου δώσεις ένα παράδειγμα;
– Βεβαίως αγόρι μου. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;
– Έχω.
– Άρα, αγαπάς την θάλασσα.
– Ναί, την αγαπάω.
– Άρα, αγαπάς τα ψάρια.
– Ναί, τα αγαπάω.
– Άρα, αγαπάς τους ανθρώπους που κολυμπούν στην θάλασσα.
– Ναί, τους αγαπάω.
– Άρα, αγαπάς και τις γυναίκες που κολυμπούν στην θάλασσα.
– Ναι, τις αγαπάω.
– Άρα, δεν είσαι πούστης.
– Ααα! Βγήκε μία αλήθεια θείε! Τώρα κατάλαβα!
Ο Κωστίκας σηνάντησε πιό μετά τον Γιωρίκα, και αφού του εξήγησε για τον θείο του στο τέλος του είπε:
– Γιωρίκα, ξέρεις τι είναι φιλοσοφία;
– Όχι.
– Ού, ρε άσχετε.
– Γιατί εσύ ξέρεις Κωστίκα;
– Ναί και θα σου εξηγήσω. Λοιπόν, έχεις ενυδρείο;
– Όχι.
– Ε, τότε είσαι πούστης.
– Το προφυλακτικό του Γιωρίκα...
Όταν ο Γιωρίκας με την Σουμέλα ήταν παντρεμένοι είχαν ήδη δώδεκα παιδιά. Έτσι η Σουμέλα κάθε βράδυ απέφευγε τον Γιωρίκα, για να μην ξαναμείνει έγγυος. Ο Γιωρίκας λοιπόν, έκανε παράπονα στον φίλο του Κωστίκα. Αυτός λοιπόν του είπε:
– Ξέρεις Γιωρίκα τι είναι το προφυλακτικό;
– Όχι, του απάντησε αυτός.
– Το προφυλακτικό Γιωρίκα, είναι ένα πλαστικό πράγμα που το βάζεις στο όργανο σου και το κάνεις ελεύθερα, χωρίς να μένει έγγυος η Σoυμέλα.
Το ίδιο βράδυ, καθώς η Σoυμέλα κοίμιζε και το δωδέκατο παιδί τους, ο Γιωρίκας είχε ξαπλώσει γυμνός στο κρεβάτι τους και είχε φορέσει το προφυλακτικό. Οπότε μπαίνει μέσα η Σουμέλα, τον βλέπει έτσι και του λέει:
– Kαλά ρε συ Γιωρίκα ζαντός είσαι; Εδώ δεν έχουμε να πάρουμε γάλα για τα μωρά και συ στο λιλί σου πυτζάμα αγόρασες;
– Τα καρότα του Γιωρίκα...
Ρώτησαν κάποτε τον Κωστίκα γιατί τρώει πάρα πολλά καρότα.
– Για να έχω καλή όραση, απάντησε αυτός.
– Και πως ξέρεις ότι τα καρότα κάνουν καλό στην όραση;
– Έχεις δεί ποτέ σου λαγό να φοράει γυαλιά;
– Οι Πόντιοι και ο καφές...
– Ξέρεις τί μου συμβαίνει Γιωρίκα; Όταν πίνω καφέ δε μπορώ να κοιμηθώ με τίποτα!
– Σε εμένα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
– Σοβαρά; δηλαδή;
– Νά, όταν κοιμάμαι δε μπορώ να πιω καφέ.
– Ο Πόντιος μοναχός...
Επισκέπτεται ένας άντρας ένα μοναστήρι ποντίων και χτυπάει την πόρτα για να του ανοίξουν.
Του ανοίγει ένας πόντιος μοναχός και ο άντρας τον ρωτάει :
– Μοναχός είσαι;
– Όχι είναι και άλλοι μέσα! του απαντάει ο πόντιος.