Ζευγάρια
– Τα πεθερικά...
Ένα αντρόγυνο στο αυτοκίνητο μετά από καυγά. Ο άντρας βλέπει δύο γαϊδούργια και λέει στη γυναίκα του:
– Συγγενείς σου είναι;
Και η γυναίκα του απαντάει:
– Ναί. Τα πεθερικά μου!
– Το μέντιουμ...
Ένας σύζυγος, ανακαλύπτει ότι η γυναίκα του επισκέπτεται ένα μέντιουμ και ότι ξοδεύει πάρα πολλά χρήματα με τις επισκέψεις της. Αποφασίζει να επισκεφτεί αυτό το μέντιουμ ως πελάτης. Φτάνοντας, χτυπάει το κουδούνι και μία κυρία απαντάει:
– Καλησπέρα σας.
– Καλησπέρα, του λέει το μέντιουμ.
– Εσείς είστε αυτή που προβλέπει το μέλλον;
– Μάλιστα, απαντάει το μέντιουμ ανυποψίαστο.
Τότε, της ρίχνει μια δυνατή σφαλιάρα και της λέει:
– Ήξερες ότι θα συμβεί αυτό;
– Στα δικαστήρια...
Ζευγάρι στα δικαστήρια :
Γυναίκα : Δεν αντέχω άλλο κύριε πρόεδρε, θέλω διαζύγιο. Κάθε μέρα με κάνει τόπι στο ξύλο, από το πρωί ως το βράδυ με δέρνει, δεν αντέχω άλλο.
Πρόεδρος : Κατηγορούμενε τι έχεις να πείς για όλα αυτά;
Κατηγορούμενος : Μην την ακούτε κύριε πρόεδρε, από το πολύ ξύλο δεν ξέρει τι λέει.
– Η άσχημη...
Είναι δύο φίλοι και συζητούν:
– Άσε, λέει ο ένας. Η γυναίκα μου είναι πολύ άσχημη. Χάλι μαύρο.
– Και πού να δεις τη δική μου, λέει ο άλλος. Δε βλέπεται.
– Ρε η δικιά μου είναι απαίσια, ξαναλεέι, ο άλλος. Άκου που σου λέω.
– Άααα, δεν τρώγεσαι με τίποτα. Πάμε σπίτι μου να σου δείξω τη δικιά μου για να σταματήσεις να αμφιβάλλεις.
– Πράγματι, φτάνουν στο σπίτι του ενός και μπαίνουν στο σαλόνι. Στο βάθος ήταν μια μεγάλη βαριά πόρτα. Την ανοίγει ο φίλος του και προχωράει στο βάθος ενός σκοτεινού διαδρόμου όπου στο τέλος του υπήρχε μία καταπακτή. Ανοίγει την καταπακτή, σκύβει και φωνάζει:
– Μαρία!
– Ναι άντρα μου!
– Έλα έξω λίγο.
– Με τη σακούλα ή χωρίς;
– Να σε συστήσω θέλω, όχι να σε γαμήσω!
– Η Κλημεντίνη...
Ένας ληστής, αφού διέρρηξε ένα σπίτι, πιάνει όμηρους ένα ηλικιωμένο ζευγάρι. Θέλωντας να σκοτώσει ένα απο τους δύο, προσπαθεί να αποφασίσει. Ρωτάει τη γυναίκα:
– Πώς σε λένε εσένα;
– Κλημεντίνη.
– Α! έτσι λένε τη μάνα μου, δεν θα σε πειράξω εσένα.
Στη συνέχεια ρωτάει τον άνδρα:
– Πώς σε λένε εσένα;
– Παναγιώτη, αλλά με φωνάζουν και Κλημεντίνη.
– Το άλογο...
Μια φορά ήταν δυό νιόπαντροι και πήγαν βόλτα με το άλογο. Ξαφνικά το άλογο σκοντάφτει.
– Ένα, λέει ο άντρας. Ύστερα από λίγο ξανασκοντάφτει.
– Δύο, λέει ο άντρας. Ύστερα σκοντάφτει πάλι.
– Τρία, λέει εκείνος. Τότε βγάζει το όπλο του και το σκοτώνει. Έκπληκτη η γυναίκα του λέει:
– Γιατί μωρέ το σκότωσες το καημένο;
– Ένα, λέει εκείνος. Από τότε δεν ξαναμίλησε η γυναίκα.
– Το κουφό παιδί...
Ένα ζευγάρι έχει δυο δίδυμα παιδιά, από τα οποία το ένα είναι κωφάλαλο. Μετά από συνεχείς επισκέψεις στους πιο διάσημους γιατρούς, η μάνα δέχεται τη μοίρα τους. Ο πατέρας, όμως, πέφτει σε βαθιά μελαγχολία. Φεύγει από το σπίτι και αρχίζει να γυρνάει ρακένδυτος. Η γυναίκα του με τη βοήθεια ενός συναδέλφου του, τον βρίσκει μετά από μήνες κάτω από μια γέφυρα.
– Ρε Κώστα, τι πράματα είναι αυτά που κάνεις; του λέει ο συνάδελφός του.
– Τι να κάνω, ρε Τάκη; Το παιδί μου θα μείνει μουγγό και κουφό για όλη του τη ζωή. Με τι κουράγιο να ζήσω;
– Σώπα, ρε! Εγώ ξέρω μια τσιγγάνα, που τα γιατρεύει όλα.
Ο Κώστας παίρνει κουράγιο, μαζεύει όλες του τις οικονομίες και πάει να βρεί την τσιγγάνα:
– Θα ανέβεις στο βουνό, θα μαζέψεις τσάι και θα το δώσεις καυτό στο παιδί την πιο κρύα νύχτα του χειμώνα. Μετά θα το βουτήξεις 3 φορές στην παγωμένη θάλασσα. Μπορεί να πονέσει, αλλά η γλώσσα του θα πηγαίνει ροδάνι.
Ο Κώστας κάνει ό,τι του είπε η τσιγγάνα. Το πιο κρύο βράδυ του χειμώνα βράζει το τσάι και το δίνει στο παιδί. Μετά, ενώ εκείνο ουρλιάζει από τους πόνους, το παίρνει, το βάζει στο αμάξι και το πηγαίνει στη θάλασσα. Το βουτάει μια...Μπαααα, το βουτάει δυο...Μααααα, το βουτάει τρεις...Μαλάκααααααααα!
Έκπληκτος, παίρνει το παιδί, το τυλίγει σε μια κουβέρτα, το βάζει πάλι στο αμάξι και ξεκινά για το σπίτι. Μόλις φτάνει, βλέπει τη γυναίκα του στην πόρτα να τον κοιτά με ειρωνικό ύφος:
– Τι έγινε; τον ρωτά.
– Γυναίκα, δε θα το πιστέψεις! Το παιδί μίλησε! Με είπε μαλάκα!
– Καλά σου είπε, αφού πήρες το άλλο μας παιδί!
– Το τζόκερ...
– Μαρία, κέρδισα το τζόκερ!
– Αγάπη μου, είναι καταπληκτικό!
– Γρήγορα, ετοίμασε τις βαλίτσες.
– Άχ, πού θα πάμε, τί ρούχα να πάρω, καλοκαιρινά ή χειμωνιάτικα;
– Πάρ` τα όλα, Μαράκι, εσύ πάς στη μάνα σου.
– Η γέφυρα...
Βγαίνει ένας ραντεβού με μια κοπέλα. Όλα ήταν εντάξει, αλλά το στόμα της μύριζε πολύ. Ο άνδρας μη μπορώντας να κρατηθεί άλλο, τη ρωτάει :
– Μήπως έχεις κανένα χαλασμένο δόντι;
Του απαντάει αυτή :
– Όχι μόνο μιά γέφυρα.
Κι` απαντάει αυτός :
– Μήπως έχει χέσει κανείς κάτω απ’ αυτήν;
– Οι αποτυχημένοι...
Ο σύζυγος κάθεται στο σαλόνι και διαβάζει εφημερίδα. Ξαφνικά πέφτει το μάτι του σε ένα άρθρο που μιλάει για το γάμο ενός αποτυχήμενου ποδοσφαιριστή με ένα πανέμορφο μοντέλο. Τότε στραβομουτσουνιάζει και λέει στη γυναίκα του που εκείνη την ώρα ξεσκονίζει:
– Καλά, είναι απίστευτο! Μπορείς να μου πείς πώς μπορεί να συμβαίνει αυτό συνέχεια;
– Ποιο;
– Όλοι οι αποτυχημένοι άντρες να παντρεύονται τις καλύτερες και ομορφότερες γυναίκες...
– Ω αγάπη μου! Σ` ευχαριστώ, είσαι τόσο γλυκός...
– Θα σε θυμόμαστε για πάντα...
Δύο παντρεμένες βγαίνουν ένα βράδυ σε... μπαρότσαρκα μόνες τους. Αργά γυρίζοντας σπίτι, λίγο πιωμένες, τους έρχεται ανάγκη για να ουρήσουν. Δεν βρίσκουν όμως μέρος και φτάνοντας έξω από ένα νεκροταφείο, ρωτά η μία:
– Φοβάσαι να μπούμε μέσα αφού δεν μπορούμε να κάνουμε την ανάγκη μας στο δρόμο;
– Λίγο, λέει η άλλη αλλά μπαίνουν, ουρούν και η πρώτη λέει:
– Πρέπει να σκουπιστώ! Βγάζει την κυλότα της, σκουπίζεται και την πετά.
Η άλλη λέει:
– Δεν μπορώ να την πετάξω, είναι δώρο του άντρα μου.
Τελικά βλέπει κοντά της μια κορδέλα, σκουπίζεται και βιαστικά γυρνούν στα σπίτια τους. Την επομένη οι σύζυγοι μιλούν στο τηλέφωνο.
– Έλα δικέ μου, άστα! Χθες η δική μου γύρισε αργά, μεθυσμένη και χωρίς κυλότα.
Οπότε και ο άλλος λέει:
– Τι να πώ εγώ; Εμένα μου ήρθε αργά, μεθυσμένη και από την κυλότα της κρεμόταν μια ταινία που έγραφε. Θα σε θυμόμαστε για πάντα...
– Ο φτωχός και η γάτα...
Ο φτωχός νέος και η πλούσια νέα συζητούν για την μακρόχρονη σχέση τους.
– Πρέπει να γνωρίσεις τους γονείς μου λέει η πλούσια νέα.
– Μα είμαι φτωχός και δεν θα με θέλουν λέει ο φτωχός νέος.
– Αγάπη μου εγώ σε θέλω και αυτό έχει σημασία, θα έρθεις εσύ και οι γονείς σου να γνωρίσετε τους δικούς μου γονείς, αλλιώς χωρίζουμε.
Μη μπορώντας να κάνει αλλιώς ο φτωχός νέος δέχεται και μετά από λίγο καιρό αυτός και οι γονείς του επισκέπτονται την πλούσια νέα και τους γονείς της. Μπαίνοντας στο σαλόνι κάθονται σε ένα καναπέ η πλούσια μάνα και ο πλούσιος πατέρας, σε έναν άλλο ο φτωχός πατέρας και η φτωχή μάνα, σε μια καρέκλα η πλούσια νέα, και σε έναν καναπέ ο φτωχός νέος και ο γάτος της πλούσιας μάνας.
Καθώς μιλούσαν, του έρχεται του φτωχού νέου να κλάσει... Ζορίζετε, την κρατάει... τελικά δεν αντέχει και «ζαρτ» την αμολάει.
«Ζαν», λέει η πλούσια μάνα κοιτώντας το γάτο.
Ούφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο, σκέφτεται ο φτωχός νέος.
Καθώς η συζήτηση συνεχιζόταν ξανά ο φτωχός νέος βρίσκεται στη δύσκολη θέση που βρισκόταν πιο πριν μα τώρα η κλανιά είναι μεγαλύτερη.
Κρατιέται... σφίγγετε.. απο εδώ,από εκεί, δεν αντέχει και την αμολάει...
«Ζαν», λέει ξανά η πλούσια μάνα, κοιτώντας το γάτο.
Ούφ καλά που είναι το γατί εδώ και το έριξαν σε αυτό το κλάσιμο, σκέφτεται ξανά ο φτωχός νέος.
Ε να μην τα πολυλογούμε μετά από λίγο μην αντέχοντας ξανά ο φτωχός νέος ρίχνει μια πολύ δυνατή κλανιά.
«Ζαν», καλά τι περιμένεις να σε χέσει για να φύγεις από εκεί; λέει η πλούσια μάνα.
– Η πορεία...
Κάποιος, πηγαίνοντας στη δουλειά του βλέπει ένα πλήθος ανθρώπων να περπατάει. Κοιτάζοντας στην κεφαλή της πορείας, βλέπει ένα φέρετρο, από πίσω έναν κύριο με ένα σκυλάκι και ακολουθεί το πλήθος. Πλησιάζει τον κύριο και τον ρωτάει:
– Τι γίνεται εδώ ρε φίλε;
– Άσε, του λέει αυτός, πέθανε η πεθερά μου.
– Σώπα ρε κακόμοιρε... Και, αν επιτρέπεται, πώς;
– Την δάγκωσε το σκυλάκι μου...
– Τί μου λες; Μπορείς να μου το δανείσεις για απόψε;
– Μπές στην ουρά!
– Το τέρας...
Μια κυρία πανάσχημη και μύωπας τριγυρίζει σ` ένα μουσείο με τον άνδρα της και προσπαθεί να κριτικάρει τα έργα.
– Και με αυτό εδώ το τέρας, τι θέλει να πει ο ζωγράφος; ρωτάει κάποια στιγμή τον άνδρα της.
– Μα, χρυσή μου, αυτό δεν είναι πίνακας, είναι καθρέφτης, της ψιθυρίζει αμήχανα εκείνος.
– Σύμπτωση...
Σ` ένα μαιευτήριο κάθονται 4 μέλλοντες μπαμπάδες. Βγαίνει μια νοσοκόμα και λέει:
– Κύριε Παπαδόπουλε.
– Παρακάλώ, απαντάει εκείνος.
– Συγχαρητήρια, η σύζυγός σας γέννησε δίδυμα, λέει εκείνη.
– Πώ πώ τι σύμπτωση και αντιπρόσωπος στο Διδυμότειχο, λέει.
Μετά από λίγο ξαναβγαίνει η νοσοκόμα και λέει:
– Κύριε Χριστόπουλε, Συγχαρητήρια η γυναίκα σας γέννησε τρίδυμα.
– Πώ πώ, τι σύμπτωση και μένω στα Τρίκαλα, λέει ευτιχισμένος ο άνδρας.
Ξαναβγαίνει η νοσοκόμα και λέει:
– Κύριε Αγγελόπουλε, Συγχαρητήρια η γυναίκα σας γέννησε τετράδυμα.
– Πώ πώ, τι σύμπτωση έχω ταβέρνα «Οι Τέσσερις Εποχές».
Λυπημένος κάνει να φύγει και ο τέταρτος μέλλοντας μπαμπάς.
– Ε, πού πάς, του λένε οι άλλοι.
– Δηλαδή εγώ που έχω μαγαζί «Τα Εφτά αδέρφια» τι θα έχω επτάδυμα;
– Ο προικοθήρας...
Λέει ο σύζυγος στη γυναίκα του:
– ΄Ολες αυτές οι συζητήσεις θα έλειπαν αν ο πατέρας σου μου έδινε επιτέλους εκείνα τα χρήματα που μου υποσχέθηκε όταν παντρευτήκαμε.
– Μα σου τα δίνει λίγα λίγα!
– Ναι, αλλά εγώ σε πήρα... μία και καλή.
– Τα όνειρα...
– Εχθές το βράδυ είδα στον ύπνο μου ότι μου χάρισες ένα μαργαριταρένιο κολιέ για τα Χριστούγεννα! λέει το πρωί της Παραμονής η νεαρή γυναίκα στον άντρα της. Τι λες να σημαίνει αυτό το όνειρο;
– Το βράδυ θα ξέρεις, της αποκρίνεται εκείνος αινιγματικά και φεύγει. Πράγματι, το βράδυ ο σύζυγος όταν γυρίζει σπίτι δίνει στη γυναίκα του ένα μικρό πακέτο.
– Αυτό είναι για σένα. της λέει.
Εκείνη ενθουσιασμένη το ανοίγει και βρίσκει μέσα... Έναν ονειροκρίτη!
– Ο τυχερός...
Συζητούν δύο παντρεμένοι:
– Εμένα η γυναίκα μου, είναι ένας άγγελος, λέει ο πρώτος.
– Α ρε τυχεράκια, απαντά ο δεύτερος. Εμένα ζει ακόμη.