Μαντινάδες
Όταν δεν ξέρεις να αγαπάς,
πρέπει να το δηλώνεις,
δεσμούς να μην δημιουργείς
και ανθρώπους να πληγώνεις.
Ποιά μαντινάδα να σου πώ,
με ποιό σκοπό να αρχίσω
και στην αγκάλη μου ξανά
μικρή μου να σε σφίξω.
Τον άνθρωπο που αγαπάς,
ποτέ μη τον πληγώσεις,
γιατί θα έρθει η ώρα,
τον πόνο του να νιώσεις.
Αστέρια είναι τα μάτια σου,
θάλασσα τα μαλλιά σου,
μ`απ`όλα ομορφότερη,
είν`η χρυσή καρδιά σου.
Και να μαχαιρωθεί η καρδιά,
το αίμα που θα χύσει,
κάθε σταγόνα θα γενεί,
καρδιά να σ`αγαπήσει.
Την αγάπη σου μόνο χρειάζομαι,
στον κόσμο για να ζήσω,
κι αν μ`αρνηθείς να μ`αγαπάς,
σαν το κερί θα σβήσω.
Θα`θελα μόνο μια στιγμή,
τσι θάλασσας να μοιάσω,
για να μπορέσω ολόκληρη,
την Κρήτη ν`αγκαλιάσω.
Τα μάτια τα έχουν να θωρούν,
μα κάνουν κι άλλη χρήση,
μιλούν εκεί που δεν μπορεί,
το στόμα να μιλήσει.
Κάλιο βελόνα γύρευε,
σε ξένο αχυρώνα,
παρά φιλία αληθινή,
στον 20ο αιώνα.
Όταν τα χείλη δεν μιλούν,
τα μάτια μαρτυρούνε,
γιατί επίμονα κοιτούν,
αυτόν που αγαπούνε.
Θα κλάψω και θα λυπηθώ
κι όμως θα συνεχίσω
και της καρδιάς μου το μισό,
ας λείπει, εγώ θα ζήσω.
Δεν είμαι αυτός που κάποτε,
σου `κανε παρακάλια,
βρήκα κι αλλού πορτοκαλιές,
που κάνουν πορτοκάλια.
Δεν είμαι αυτός που κάποτε,
σ`ήθελε κολασμένα,
βρήκα και `γω εγωισμό,
και θα νοιαστώ για μένα.
Είμαι ένας άνθρωπος μισός,
μετά το μισεμό σου,
γύρισε πίσω να χαρείς,
αν έχεις το Θεό σου.
Στην αγκαλιά σου επιθυμώ,
μια νύχτα να περάσω,
να νιώσω την αγάπη σου
κι ύστερα να σε χάσω.
Όμορφο σαν την άνοιξη,
είναι το πρόσωπό σου
και σαν ηλιοβασίλεμα,
κάθε χαμόγελό σου.
Πιο εύκολο μου φαίνεται,
τ` αστέρια να μετρήσω,
παρά τα μάτια σου τα δυο,
να τα ξελησμονήσω.
Όταν σε έχουν αγκαλιά,
φως μου τα ξένα χέρια,
νιώθω να με τρυπούν βαθιά,
του πόνου τα μαχαίρια.
Κι ο ουρανός εδάκρυσε,
ώρα που φεύγεις φως μου
και ξεχείλισαν ποταμοί
και θάλασσες του κόσμου.
Όλη τη νύχτα ξάγρυπνη,
περίμενα ένα αστέρι,
να πέσει και να ευχηθώ,
κοντά μου να σε φέρει.
Είναι η ζωή μου καημός,
που τον στολίζει δάκρυ
και σκέψου πως ευθύνεται,
μόνο η δική σου αγάπη.
Μάθε πως αρρώστησα
κι αυτή που μ`αγαπούσε,
αντί να κλαίει, ειρωνικά,
την είδαν και γελούσε.
Γελώ γιατί χαρούμενη,
είμαι εγώ μαζί σου,
φτερά μου δίνει να πετώ,
μονάχα ένα φιλί σου.
Η θύμησή σου στο μυαλό,
μαχαίρι που με σφάζει,
λείπεις εσύ και κόλαση,
το σπίτι μας μου μοιάζει.
Σ`αγάπησα κι αντάλλαγμα,
πήρα κοροϊδεία
και τώρα που χωρίζουμε,
μου λες πως είμαι αιτία.
Μη μου μιλάς για παρελθόν,
μέλλον μην σχεδιάζεις,
τα λόγια τ`απομισεμού,
μ`αγάπης μην αλλάζεις.
Μην μου ζητάς το χάδι μου,
μην ψάχνεις πια αγάπη,
λόγια που είπες χωρισμού,
την έκαναν και εχάθη.
Να μην ξεχνάς πως σ`αγαπώ,
ούτε σαν σε παντρέψουν,
τα όνειρα σου στέλνε μου,
σαν θες να με γυρέψουν.
Επίσκεψη κάθε βραδιά,
έρχεσαι στο όνειρό μου,
μα όταν ξυπνώ έχω αγκαλιά,
μονάχα τον καημό μου.
Δεν θέλω αγάπες κι έρωτες,
όνειρα πια δεν χτίζω,
σε ψεύτικα αισθήματα,
ελπίδες δεν στηρίζω.
Λόγια αγάπης μου `λεγες,
μα λόγια `μείναν μόνο,
μπορεί να `τανε όμορφα,
μα τώρα αφήσαν πόνο.
Μακριά κι αν είναι το κορμί,
η σκέψη είναι κοντά σου,
χωρίς να θέλω έρχεται,
στα χείλη τ` όνομά σου.
Έφυγες και νόμιζες,
πως ήταν να πεθάνω,
μα ούτε στο νου μου κοπελιά,
λόγο τιμής σε βάνω!
Όταν μετρώ τα λάθη μου,
εσένα δεν σε βάνω,
είσαι το λάθος που εγώ,
θέλω να ξανακάνω.
Σαν αποθάνω φέρτε τη,
στον τάφο μου να κλαίει,
από ψηλά να τη θωρώ,
λόγια καρδιάς να λέει.
Δεν με πειράζει ο χωρισμός,
πόνο `χω πιό μεγάλο,
πως το δικό μας όνειρο,
θα ζήσεις μ` έναν άλλο.
Με πας ψηλά στον ουρανό
κι ύστερα λες γκρεμίσου
κι εγώ σαν άστρο ρίχνομαι
κι ακούω την ευχή σου.
Διαθήκη μου `πε η μοίρα μου,
να `φήσω πριν πεθάνω
και σού `γραψα τα όνειρα,
που απο κοπέλι κάνω.
Όντε θα δεις την μάνα μου,
χαμήλωσε τα μάτια,
γιατί όχι μια, μα δυο καρδιές,
έσπασες σε κομμάτια.
Έλα ν`αλλάξουμε ζωές,
αισθήματα και πάθη,
να δείς τι πόνο ένιωσα,
απ`τα δικά σου λάθη.
Δώσε σ`εκείνο π`αγαπάς,
χίλια φιλιά και χάδια,
μα `γώ την εσυνήθησα,
την αγκαλιά μου άδεια.
Εγώ την λέξη σ`αγαπώ,
μία φορά την λέω
και την στιγμή που θα την πω,
σαν το κοπέλι κλαίω.
Καλιά νεκρός μέσα στη γη,
να μην θωρώ κανένα,
παρά να ζώ να σε θωρώ,
να ζείς σε χέρια ξένα.
Της περηφάνιας το πουλί,
σαν χτυπηθεί δεν κλαίει,
κοιτά ψηλά στον ουρανό
κι υπομονή μου λέει.
Είναι μεγάλος θησαυρός,
μικρή μου, η καρδιά σου,
χαρά σ` αυτό που η μοίρα του,
γράφει να ζει κοντά σου.
Τα μάτια σου είναι θάλασσα,
τα χείλη σου ακρογιάλι,
χαρά στο ναύτη που θα βρει,
μέσα σ΄ αυτά λιμάνι.
Όλο τον κόσμο δίπλα μου,
να έχω συντροφιά μου,
πάλι εσένα σκέφτομαι,
που είσαι μακριά μου.
Κάποιος μικρή σε πλήγωσε
και όσο μεγαλώνεις,
καρδιές που δε σου φταίγανε,
σ` αρέσει να πληγώνεις.
Πες μου ποιο δρόμο να διαβώ
και σ` ήντα μονοπάτι,
να βρώ βοτάνι τσι καρδιάς,
που `ναι πληγές γιωμάτη.
Κλαίνε κι οι δυνατές καρδιές,
μα ξέρουν και γελούνε,
τον πόνο κάνουνε χαρά,
και τον ετραγουδούνε.